Τhe Story of Seattle and the SuperSonics

2367

Για 41 ολόκληρα χρόνια στο ΝΒΑ υπήρχε μια ομάδα που δεν έμοιαζε με καμία άλλη, που ακόμα την νοσταλγούμε και περιμένουμε την επιστροφή της στο πρωτάθλημα μετά την βλασφήμια που έγινε το 2008, όταν και ξεριζώθηκε από το Seattle για να πάει στην Oklahoma. Εννιά χρόνια αργότερα, ο Russell Westbrook είναι το τελευταίο απομεινάρι από εκείνη την ομάδα, έχοντας επιλεγεί το 2008 στο #4 από τους Seattle SuperSonics, αν και το ίδιο καλοκαίρι έγινε η αλλαγή έδρας, με αποτέλεσμα ο “Westbeast” να έχει παίξει όλα τα παιχνίδια της καριέρας του σαν παίκτης των Thunder.

Την ιστορία της ομάδας αυτής, των αγαπημένων SuperSonics, παρουσιάζει αναλυτικά το TheBallHog.Net σε τρία μέρη:

Μέρος 1ο: Δημιουργία, Άνοδος, Κορυφή και Μετάβαση

Στις 5 Ιουνίου 1963, ο τότε Πρόεδρος της Αμερικής, John F. Kennedy, ανήγγειλε μιλώντας στη σχολή Πολεμικής Αεροπορίας το πρόγραμμα Υπερηχητικών Μεταφορών, ή National Supersonic Transport. Τον σχετικό διαγωνισμό του δημοσίου κέρδισε η εταιρία Boeing, με το project Boeing 2707, πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει διακριτικά ήδη από το 1958. Η Boeing είχε ιδρυθεί -και έδραζε μέχρι το 2001- στο Seattle και όλο το πρόγραμμα του υπερηχητικού αεροπλάνου θα έτρεχε εκεί, γεγονός που έκανε την πόλη να το αγκαλιάσει ακόμα παραπάνω από την υπόλοιπη χώρα, λόγω των χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν. Τρέχοντας την ιστορία, το 1971, ενώ μαινόταν ο πόλεμος του Βιετνάμ και ήταν στο peak η τρέλα κατάκτησης του διαστήματος, η Γερουσία πάγωσε τη χρηματοδότηση για το υπερηχητικό πρόγραμμα, μιας και τα δύο προαναφερθέντα μέτωπα είχαν στραγγίξει τόσο τα εθνικά ταμεία, όσο και τους διαθέσιμους πιλότους. Χώρια που το γαλλικό υπερηχητικό αεροπλάνο Concorde υπήρχε ήδη από το 1969, γεγονός που στέρησε την πολυπόθητη πρωτιά στην Αμερική. Τα δύο πρωτότυπα αεροσκάφη δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και η εταιρία απέβαλε το όλο εγχείρημα άμεσα από τα πλάνα της,  μαζί με 63.000 υπαλλήλους -στην συντριπτική πλειοψηφία ντόπιους κατοίκους. Με την ανεργία στο Seattle να ανεβαίνει στην πρώτη θέση μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ, οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν από το Seattle ψάχνοντας αλλού για δουλειά, και το πρόγραμμα έμενε στην ιστορία σαν “Το αεροπλάνο που σχεδόν κατέστρεψε το Seattle”. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς με την πινακίδα που καρφώθηκε κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης, προτρέποντας τον τελευταίο που θα την κάνει για αλλού, να σβήσει τα φώτα.

seattle

Πριν λάβουν, όμως χώρα όλα τα προαναφερθέντα, και συγκεκριμένα το 1968, το Seattle ζούσε τεράστιες δόξες. Από τη μία το προαναφερθέν πρόγραμμα κι απ’την άλλη, ο γεννημένος και μεγαλωμένος εκεί μέχρι τα 19 του, Jimi Hendrix, μέσα σε λίγους μήνες έπαιρνε το κλειδί της πόλης, αποφοιτούσε τιμής ένεκεν από το Garfield High School που είχε παρατήσει έξι χρόνια πριν, και ανακηρυσσόταν “Καλλιτέχνης της Χρονιάς” από το περιοδικό Rolling Stone. Όλα αυτά δύο μόλις χρόνια πριν πεθάνει, μόλις στα 27 του- ο πρώτος από τα τρία “J” που έφυγαν στην ίδια ηλικία, την ίδια εποχή, με την Janis Joplin και τον Jim Morrison να ακολουθούν. Την επόμενη χρονιά θα ανέβαινε στη σκηνή του Woodstock παίζοντας τον εθνικό ύμνο, και γινόμενος θρύλος. Pure Seattle.

*Βάζουμε playlist του Jimi και συνεχίζουμε το διάβασμα*

Φυσικά ο λόγος που το Seattle ήταν στα πάνω του δεν ήταν μόνο ο Hendrix ή τα αεροπλάνα. Μόλις είχε ολοκληρώσει την πρώτη της χρονιά η expansion team της πόλης. Ενάμιση χρόνο νωρίτερα, το 1966, έγινε το τρίτο από τα 12 συνολικά expansions του ΝΒΑ. Μετά το 1961 που στο ΝΒΑ μπήκαν οι Chicago Packers (που πέρασαν από διάφορα κύματα και πλέον λέγονται Washington Wizards) και το 1966 που μπήκαν οι Chicago Bulls, ήρθε η ώρα για άλλες δύο ομάδες να συμμετάσχουν στο πρωτάθλημα μπάσκετ. Στις 20 Δεκεμβρίου 1966, το ΝΒΑ ενέκρινε την δημιουργία ομάδας στην πόλη του Seattle. Μπροστάρηδες δύο Νεοϋορκέζικοι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν στο Los Angeles, οι Sam Schulman and Eugene Klein, που ηγούνταν μιας ομάδας επενδυτών, με τον Schulman να γίνεται ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία του συλλόγου2). Στον διαγωνισμό που έγινε για την ονομασία της ομάδας δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα, με διάφορα ονόματα να πέφτουν στο τραπέζι τυπικά, αλλά με το Supersonic Transport Programm να τρέχει στην πόλη, το θέμα ήταν διαδικαστικό. Οι Seattle SuperSonics ήταν πλέον γεγονός.

Τον Μάιο του ’67 είχε έρθει πια η στιγμή για Sonics και Rockets να στελεχώσουν τα ρόστερ τους μέσω του expansion draft. Σύμφωνα με αυτό, οι υπόλοιπες ομάδες του ΝΒΑ δήλωναν έναν συγκεκριμένο αριθμό προστατευόμενων παικτών και οι νεοεισερχόμενες ομάδες διάλεγαν όποιους παίκτες θέλανε από αυτούς που περίσσευαν. Η κάθε νέα ομάδα διάλεξε από 15 παίκτες, τρεις από κάθε μία από τις 10 παλιές ομάδες. Ο καλύτερος παίκτης που draftαραν οι Sonics πάντως “τους την έφερε”. O HoFer Richie Guerin, ένας από τους καλύτερους σκόρερ της πρώτης εποχής του ΝΒΑ, που είχε αγωνιστεί σε Knicks και Hawks, αλλά όταν τον επέλεξαν στο draft του 1967 οι Sonics ο Guerin αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, επιλέγοντας να γίνει προπονητής των Hawks. Τις δύο επόμενες χρονιές επέστρεψε σαν παίκτης-προπονητής για μερικά παιχνίδια και συνέχισε σαν προπονητής των “Γερακιών” ως το ’72, όταν είχαν μεταφερθεί στην Atlanta.

Για τη θέση του προπονητή προσελήφθη ο assistant coach των Bulls, Al Bianchi, το ρόστερ συμπληρώθηκε, και η σεζόν ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Μια σεζόν, που λόγω του expansion των Sonics και των Rockets, ανέβασε για πρώτη φορά τον αριθμό των αγώνων στα γνωστά στις μέρες μας 82, ενώ πρέπει να αναφερθεί πως το 1967-68 ήταν η πρώτη χρονιά διεξαγωγής του αντίπαλου δέους του ΝΒΑ, του ΑΒΑ. Στις 13 Οκτωβρίου 1967 οι Seattle SuperSonics πάτησαν για πρώτη φορά παρκέ μπάσκετ, σε μια βραδιά που προσπάθησαν να ξεχάσουν άμεσα. Ο Walt Hazzard έβαλε την πρώτη τριαντάρα, αλλά η ήττα από τους San Francisco Warriors ήταν βαριά με 144-116. Η πρώτη νίκη -εκτός έδρας μάλιστα- ήρθε στην τρίτη αγωνιστική στην πρώτη παράταση με 117-110 κόντρα στου άλλους νεοφώτιστους, San Diego Rockets. Η πρώτη νίκη στο Seattle ήρθε στην όγδοη αγωνιστική κόντρα στους Bulls, που είχαν μπει στη λίγκα τον προηγούμενο χρόνο. 23 νίκες πήρε η ομάδα στην πρώτη σεζόν στο πρωτάθλημα, αποφεύγοντας την τελευταία θέση της λίγκας επειδή οι Rockets κέρδισαν μόλις 15. Με 119 σχεδόν πόντους η ομάδα είχε την τρίτη καλύτερη επίθεση στο ΝΒΑ παίζοντας γρήγορα και διασκεδάζοντας το κοινό (με 202.263 συνολικά εισιτήρια ήρθαν έκτοι στο ΝΒΑ), αλλά στην άμυνα υπήρχε πρόβλημα, καθώς με 125 πόντους παθητικό είχαν την χειρότερη άμυνα, γράφοντας μάλιστα δυο φορές αρνητική ιστορία. Οι 154 πόντοι που τους έβαλαν οι Lakers ήταν ρεκόρ για το σύλλογο του Los Angeles, ενώ από τους 160 που έφαγαν από τους 76ers, οι 95 ήρθαν στο δεύτερο ημίχρονο, ρεκόρ ΝΒΑ για τότε και δεύτερη επίδοση μέχρι σήμερα. Στον αντίποδα, ήρθε μια φοβερή νίκη κόντρα στους Celtics, με τους οποίους έφτασαν να προηγούνται και με 44 πόντους, και μια με τους Lakers, χάριν στους 47 πόντους που έβαλε ο rookie Bob Rule, ο οποίος μαζί με τον Al Tucker ήταν στην πρώτη πεντάδα των rookies.

Αξιοσημείωτο, ότι 12 από τα 42 εντός έδρας παιχνίδια, οι Sonics δεν τα έπαιξαν στο Seattle Center Coliseum, αλλά σε διαφορετικά γήπεδα του Seattle, κι ακόμα στο Portland, το Phoenix, άλλες πόλεις της Washington, κι ένα παιχνίδι στο Vancouver του Καναδά, επειδή παιχνίδια των Sonics συνέπιπταν με αυτά των Seattle Chieftains (νυν Seattle Redhawks) του Πανεπιστημίου. Highlight της χρονιάς για την ομάδα η επιλογή του Hazzard στο All Star Game της Νέας Υόρκης. Ο Hazzard ήταν πρώτος σκόρερ και πασέρ της ομάδας στο τέλος της χρονιάς, με μέσους όρους 24 πόντους και 6,2 assists, ενώ πρώτος rebounder ήταν ο Tom Merschery με 10,2 rpg.

Seattle SuperSonics (@BringBackSonics) | Twitter:

Τη δεύτερη και τρίτη χρονιά, η εικόνα δεν άλλαξε ως προς το αποτέλεσμα, μιας και η ομάδα έκανε 30 και 36 νίκες αντίστοιχα, χάνοντας τα playoffs. Σημείο αναφοράς, η ανταλλαγή τη δεύτερη χρονιά του Walt Hazzard στους Hawks για τον Lenny Wilkens. Από την επόμενη σεζόν, και μετά την παραίτηση του coach Bianchi, o Wilkens είχε τον ρόλο του παίκτη-προπονητή. Οι Sonics συνέχιζαν να βελτιώνουν το ρεκόρ τους, χωρίς όμως να μπαίνουν στα playoffs, ενώ ο Wilkens με 9,1 assists κατακτά την πρώτη θέση στο πρωτάθλημα και την επόμενη χρονιά το MVP του All-Star Game. Το 1971 επιλέχθηκε στο draft ένας από τους καλύτερους παίκτες που φόρεσαν τα πρασινοκίτρινα, ο Fred Brown, ενώ ένα χρόνο πριν, μετά από μια υπόθεση που έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, οι Sonics απέκτησαν τον Spencer Haywood. O Haywood είχε μεταπηδήσει νωρίτερα από το προβλεπόμενο από το κολέγιο στο ΑΒΑ, επειδή ήθελε να βγάλει χρήματα. Το ΝΒΑ και το NCAA αντέδρασαν, αλλά προκειμένου να μην βγουν τα άπλυτά τους στη φόρα, έκαναν πίσω. Ο Haywood αφού έκανε για ένα χρόνο πλάκα στο ΑΒΑ με 30/19,5, υπέγραψε στους Sonics και στα πέντε χρόνια που έμεινε εκεί, έβγαλε τα καλύτερά του νούμερα και έπαιξε στα τέσσερα All-Star Games της καριέρας του. Θα σας προτρέψω να δείτε τον βίο και την πολιτεία του Haywood στο ΑΒΑ και θα ανανεώσουμε το ραντεβού μας για ένα αυτοτελές αφιέρωμα, μιας και η καριέρα του δεν χωράει σε μια παράγραφο.

Πίσω στους Sonics, το 1971-72 με ρεκόρ 47-35 είχαν την πρώτη χρονιά με θετικό πρόσημο στην Ιστορία τους, χάνοντας όμως και πάλι την postseason. Όλα πήγαιναν καλά με τους Sonics αργά και σταθερά να ανεβαίνουν, όταν ξαφνικά το frontoffice έστειλε με trade τον Wilkens στο Cleveland, μια κίνηση που ξεσήκωσε αντιδράσεις στον κόσμο, αφού η ομάδα έχασε αυτόματα τον καλύτερο παίκτη, τον προπονητή κι ένα γενικότερα πολύ αγαπητό πρόσωπο3). Σαν αποτέλεσμα, το ’73 κέρδισαν 26 παιχνίδια, 21 λιγότερα από την προηγούμενη χρονιά, ενώ άλλαξαν δυο φορές προπονητή.

Η χειρότερη χρονιά τους είχε σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση και του GM Bob Houbregs, με την διοίκηση να υπογράφει σαν προπονητή και General Manager τον Bill Russell. Η πρώτη χρονιά του Russell

Δεν του έφτανε η κορδέλα, την έβαζε και στο πλάι..

ήταν κάπως αναγνωριστική, αλλά τη δεύτερη είχε έρθει πια η ώρα της υπέρβασης, με τους Sonics να κάνουν 43 νίκες, μπαίνοντας για πρώτη φορά στα playoffs. Εκεί κέρδισαν τον πρώτο γύρο με το Detroit, στη συνέχεια όμως παραδόθηκαν στα έξι παιχνίδια στην ανωτερότητα του Rick Barry και των -τελικά- Πρωταθλητών, Golden State Warriors. Την επόμενη χρονιά είχαν το ίδιο ακριβώς ρεκόρ, μπήκαν στα playoffs, κι έχασαν με 4-2 από τους Suns. Τη χρονιά αυτή, ο “Slick” Watts με 8,1 apg και 3,2 spg ήταν πρώτος στο ΝΒΑ στις αντίστοιχες κατηγορίες. Ο Donald Watts, όπως πραγματικά λεγόταν, πήρε το παρατσούκλι “Slick” επειδή ξύριζε το κεφάλι του, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή, και είχε έρθει στην ομάδα ένα χρόνο πριν, έχοντας “βύσμα”. Περνώντας undrafted το draft του 1973, ο προπονητής του στο κολέγιο ζήτησε από τον Bill Russell να δοκιμάσει τον Watts τον οποίο πίστευε. Σημαντική λεπτομέρεια: ο προπονητής του Watts στο κολέγιο ήταν ξάδερφος του Russell! Η επόμενη χρονιά ήταν ο ορισμός της μετριότητας, μιας και με 40-42 έμειναν εκτός postseason και το μόνο που κρατάμε είναι ότι στο draft του ’76 επέλεξαν στον δεύτερο γύρο τον σπουδαίο Dennis Johnson.

Τα χρόνια του πρωταθλητισμού

Παρόλο που το πέρασμα του Russell από τον πάγκο της ομάδας ήταν σχετικά πετυχημένο, η αμυντική νοοτροπία που είχε από όσο ήταν παίκτης, δεν συμβάδιζε με το στυλ των Sonics, κι έτσι το καλοκαίρι του 1977 αποχώρησε. Το ξεκίνημα του Bob Hopkins, που πήρε πέντε νίκες στα πρώτα 22 παιχνίδια, δεν άφησε περιθώρια εμπιστοσύνης κι έτσι αντικαταστάθηκε από τον Lenny Wilkens που είχε αποσυρθεί στο μεταξύ από παίκτης, αναλαμβάνοντας full time τον πάγκο της ομάδας. Στο ρόστερ είχαν προστεθεί οι Paul Silas και Gus Williams, ενώ από το draft ήρθε ο Jack Sikma.

Jack Sikma of the Seattle Supersonics looks on from the bench against the Washington Bullets during an NBA basketball game circa 1977 at the Capital...:

Κάνοντας ντεμαράζ με 47-35 έφτασαν μέχρι την τέταρτη θέση της Δύσης, επιστρέφοντας στα playoffs κι εκεί έγινε η εκτίναξη. Με τον Gus Williams να τραβάει μπροστά στο σκοράρισμα, και τους Fred Brown, Sikma, Silas, Johnson και Marvin Webster να φτιάχνουν ένα πλήρες σύνολο, οι Sonics απέκλεισαν κατά σειρά τους Lakers (με 2-1), τους πρωταθλητές Blazers, που στο δεύτερο παιχνίδι έχασαν τον Bill Walton (με 4-2), και στους δυτικούς τελικούς τους Nuggets (με 4-2), και για πρώτη φορά στην 11χρονη ιστορία τους έφταναν στους Τελικούς. Δεν είχε έρθει, όμως, ακόμη η σειρά τους. Συνάντησαν τους Washington Bullets, στην τρίτη συμμετοχή των τελευταίων σε Τελικούς του ΝΒΑ, που ήλπιζαν να μην συνδυαστεί με ισάριθμη απώλεια του τίτλου. Τα δυο πρώτα παιχνίδια πήγαν στις έδρες, τα δύο επόμενα έσπασαν και τα δύο επόμενα ξαναπήγαν στους γηπεδούχους. Με το σκορ στο 3-3, ο Τίτλος θα παιζόταν στο Seattle. Εκεί οι Bullets είχαν έξι παίκτες που σκόραραν πάνω από 12 πόντους, και παράλληλα κράτησαν τον Dennis Johnson μόλις στους τέσσερις, όλους από βολές. Η νίκη πήγε στους Bullets με 105-99 δίνοντάς τους το πρώτο και τελευταίο Πρωτάθλημα ως τώρα.

  • Το σύστημα των Τελικών ήταν το περίεργο 1-2-2-1-1
  • Στο τρίτο παιχνίδι, ο Dennis Johnson κράτησε τον Kevin Grevey, βασικό πυλώνα σκοραρίσματος των Bullets στο 1/14, κάνοντάς του εφτά τάπες!
  • Το Game 4 έγινε στο μεγαλύτερο Seattle Kingdome, επειδή στο κανονικό τους γήπεδο είχε μια συναυλία. Σαν αποτέλεσμα, οι 39.000 θεατές έκαναν ρεκόρ playoffs, είδαν όμως τους Bullets να φεύγουν νικητές με 120-116 στην παράταση.
  • To +35 με το οποίο κέρδισαν οι Bullets στο έκτο παιχνίδι (117-82), ήταν η μεγαλύτερη διαφορά στην Ιστορία των Τελικών, που έσπασε το 1998 στη νίκη των Bulls με 96-54 επί των Jazz για το +42.
  • Ο Dennis Johnson, που ξεκίνησε άσημα την καριέρα του και στους Τελικούς του 1978 έδειξε για πρώτη φορά την αξία του, στο έβδομο και καθοριστικό παιχνίδι είχε 0/14 σουτ!
  • Ήταν η τελευταία φορά -μέχρι τους Τελικούς του 2016 και τη νίκη του Cleveland- που η φιλοξενούμενη ομάδα κερδίζει το 7ο παιχνίδι και το Πρωτάθλημα.
  • Ο πρώτος τελικός έγινε στις 21 Μαΐου και ο έβδομος στις 7 Ιουνίου. Οι 18 μέρες διάρκειας των Τελικών είναι η σειρά playoff με τη μεγαλύτερη διάρκεια όλων των εποχών, σε όλα τα σπορ. Χαρακτηριστικό ότι ούτε το World Series του 1989 ανάμεσα σε Oakland Athletics και San Francisco Giants, που “πάγωσε” για 10 μέρες λόγω σεισμού που έγινε στο San Francisco, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη σειρά Sonics-Bullets.

Seattle Supersonics 1978:

Και φτάνουμε στο έτος 1978-79. Με τον αέρα του φιναλίστ της προηγούμενης χρονιάς, Bullets και Sonics κάλπασαν στη regular season, κατακτώντας την πρωτιά στις περιφέρειές τους και τις δυο πρώτες θέσεις του ΝΒΑ, με τους Elvin Hayes και Bob Dandridge να μπαίνουν στις All-NBA και All Defensive ομάδες αντίστοιχα από πλευράς Washington και τον Dennis Johnson στην καλύτερη αμυντική για τους Sonics. Στα playoffs πέρασαν και οι δυο τον πρώτο γύρο χωρίς αγώνα και ενώ οι Bullets έπαιξαν δυο σειρές στα επτά παιχνίδια παίρνοντας στο τέλος την πρόκριση από Atlanta και San Antonio, οι Sonics πέρασαν κι εκείνοι στα εφτά τους Suns στους δυτικούς τελικούς, αλλά πιο πριν οι Lakers έπεσαν σε πέντε μόλις παιχνίδια. Έτσι, για τέταρτη φορά στην Ιστορία, θα είχαμε rematch Τελικών4), σε μια σειρά που (όπως και η προηγούμενη) επειδή έπαιζαν οι Washington Bullets και οι Sonics από το Seattle της Washignton, ονομάστηκε σε “George Washington Series”. Παρότι οι Βullets ήταν στη θεωρία πολύ πιο κουρασμένοι, κέρδισαν το πρώτο παιχνίδι, χάρις σε δύο εύστοχες βολές του Larry Wright , 1” πριν τη λήξη. Τα δύο επόμενα παιχνίδια, και μαζί και το πλεονέκτημα έδρας, πήγαν στο Seattle που κέρδισε το καθένα με 10 πόντους διαφορά. Ο τέταρτος Τελικός ήταν η τελική προσπάθεια των Bullets για αντεπίθεση, που πήγαν το παιχνίδι στην παράταση, αλλά δεν είχαν απάντηση στους Johnson και Williams, δίδυμο που έβαλε παρέα 68 πόντους, με τον DJ να κάνει το ένα από τα τέσσερα κοψίματά του στον Kevin Grevey, τρία δεύτερα πριν το τέλος, σιγουρεύοντας τη νίκη. Στον πέμπτο αγώνα ο Elvin Hayes μπήκε δυνατά, βάζοντας 20 πόντους στο πρώτο ημίχρονο, αλλά έσβησε στο δεύτερο, και με κανέναν να μην μπορεί να πάρει τα ηνία, αφού ο Unseld έμεινε στους έξι πόντους κι ο Dandridge έβαλε μεν 20 πόντους αλλά αποβλήθηκε με έξι φάουλ, οι Bullets έχασαν το παιχνίδι με 97-93.

Wes Unseld of the Baltimore Bullets goes up and battles for a rebound with Joby Wright of the Seattle Supersonics during an NBA basketball game circa...:

Οι Seattle SuperSonics ήταν πλέον Πρωταθλητές! Πρώτος σκόρερ της σειράς ήταν ο Gus Williams με 28,6 πόντους, βράχος κάτω από τα καλάθια ο Sikma με 16/15/3, αλλά το MVP πήγε στον Dennis Johnson που στα πέντε παιχνίδια είχε 22,6/6/6 αλλά και 2,2 τάπες. Το Πρωτάθλημα των Sonics ήταν το δεύτερο που ήρθε στην πολιτεία σε οποιοδήποτε άθλημα μετά το Stanley Cup που κέρδισε η ομάδα Hockey, Seattle Metropolitans, το 1917, ενώ το ακολούθησε το Super Bowl των Seahawks το 2014. Μέχρι και σήμερα οι Sonics παραμένουν η μοναδική ομάδα από την ένωση ανάμεσα σε ΝΒΑ και ΑΒΑ που κέρδισαν το Πρωτάθλημα παίζοντας σε μια πόλη και στη συνέχεια μετακινήθηκαν5).

Sonics forever — Champaign is poured on Dennis Johnson's head after the Sonics defeat the Washington Bullets for the 1979 NBA Championship.:

Μεταβατική περίοδος και είσοδος στα ’90s

Στα χρόνια που ακολούθησαν το Πρωτάθλημα των Sonics μέχρι εκεί που σταματά το πρώτο μέρος του αφιερώματος, η ομάδα δεν είχε κάποια συλλογική μεγάλη στιγμή. Highlights υπήρξαν οι δύο συμμετοχές στους τελικούς της δύσης6), την πρώτη φορά το 1980 όταν απέτυχαν να ξαναβρεθούν σε Τελικούς, υπερασπιζόμενοι τον τίτλο τους, χάνοντας με 4-1 από τους Lakers, κι άλλη μια φορά το 1987 όταν αποκλείστηκαν και πάλι από τους Lakers με 4-0. Συμπτωματικά, και τις δυο φορές οι Lakers κέρδισαν και στον Τελικό, παίρνοντας το Πρωτάθλημα. Μιας που οι Sonics, λοιπόν, δεν είχαν κάποια ομαδική επιτυχία, θα κάνουμε ένα πέρασμα στα επόμενα χρόνια, κάνοντας στάση σε παίκτες και περιστατικά που ξεχώρισαν, κάνοντας τους Sonics την αξιολάτρευτη ομάδα που ήταν.

  • Στις πρώτες μέρες του 1986, γράφτηκε ιστορία με περίεργο τρόπο, αφού στις 6 Ιανουαρίου οι Sonics υποδέχονταν τους Suns εν μέσω νεροποντής. Το νερό βρήκε τρόπο να περάσει από την οροφή του Coliseum, λιμνάζοντας μέσα στο παρκέ. Στο πρώτο ημίχρονο καλούνταν συνεχώς timeouts με σκοπό να σκουπίζεται το γήπεδο, αλλά με τους παίκτες να γλιστράνε και να πέφτουν, οι διαιτητές σταμάτησαν το παιχνίδι στην ανάπαυλα. Μέχρι τις μέρες μας, το παιχνίδι αυτό παραμένει το μοναδικό που διακόπηκε λόγω βροχής.
  • Στις 6 Δεκεμβρίου 1986 ισοπέδωσαν τους Rockets μέσα στο Houston με 136-80. Το +56 έθεσε το ρεκόρ που παραμένει ακόμα για την μεγαλύτερη εκτός έδρας νίκη στην Ιστορία του ΝΒΑ για κανονική περίοδο. Η μεγαλύτερη γενικά διαφορά σε εκτός έδρας νίκη είναι το +58 όταν οι Nuggets κέρδισαν με 121-63 τη Νέα Ορλεάνη στον πρώτο γύρο των playoffs το 2009.
  • Στους Sonics αγωνίστηκε ένας από τους πολύ μεγάλους σουτέρ του δεύτερου μισού των ’80s, o Dale Ellis. Ο Ellis ήρθε από το Dallas το 1986 ανέβασε το χρόνο συμμετοχής του από τα 15′ στα 37′ και υπερτριπλασίασε τις επιδόσεις του στο σκοράρισμα, πηγαίνοντας από τους 7 ppg στους 25 ppg την πρώτη χρονιά στο Seattle. Δεν θα μπορούσε λοιπόν το βραβείο για τον πιο βελτιωμένο παίκτη να μην πάει στα χέρια του, το μόνο τέτοιο βραβείο κερδισμένο από παίκτη των Sonics/Thunder, στη δεύτερη χρονιά που δόθηκε. Η καλύτερη χρονιά της καριέρας του ήταν το 1988-89, χρονιά που κλήθηκε και στο μοναδικό του All-Star Game της καριέρας του, όταν έπαιξε και στα 82 παιχνίδια της χρονιάς, βάζοντας 27,5 ppg. Οι 2.253 πόντοι που έβαλε ξεπέρασαν τους 2.251 που είχε σκοράρει το 1973 ο Spencer Haywood (έχοντας, όμως, καλύτερο μέσο όρο, με 29,2 ppg, αλλά σε 76 παιχνίδια) κάνοντας έτσι franchise record για το Seattle. To ρεκόρ του Ellis κράτησε για 21 χρόνια, μέχρι το 2010 που ο Kevin Durant έβαλε 2.472 πόντους, σκοράροντας 30,1 ppg. O KD το ξανάσπασε το ρεκόρ το 2014, όταν με 32 ppg τελείωσε με 2.593 τη χρονιά και μένει να δούμε αν θα το σπάσει, ή πόσο κοντά θα φτάσει ο Westbrook τη σεζόν 2016-17. Στις 26 Ιανουαρίου 1988 έγινε ο πρώτος παίκτης με δύο four-point plays στο ίδιο παιχνίδι. Στις 9 Νοεμβρίου 1989, οι Bucks χρειάστηκαν πέντε παρατάσεις προκειμένου να κάμψουν τους Sonics με 155-154. Στο παιχνίδι αυτό ο Ellis αγωνίστηκε στα 69′ από τα 73′ που διήρκεσε ο αγώνας, σκοράροντας 53 πόντους και θέτοντας το ρεκόρ του ΝΒΑ για αγωνιστικά λεπτά σε ένα παιχνίδι. Ο αγώνας αυτός έδωσε και τη δεύτερη θέση της σχετικής λίστας, με τον Xavier McDaniel να χάνει το ρεκόρ για 1′! Ο Ellis έπαιξε σε άλλες τέσσερις ομάδες, κάνοντας ένα δεύτερο πέρασμα από το Seattle το 1997, πριν αποσυρθεί το 2000 έχοντας σκοράρει 1.719 τρίποντα στην καριέρα του. Την στιγμή που σταμάτησε το μπάσκετ μονάχα ο Reggie Miller είχε ευστοχήσει σε πιο πολλά τρίποντα από τον Ellis, που πλέον είναι 14ος στη σχετική λίστα, αλλά πέμπτος σε ποσοστό ευστοχίας πίσω από τα 7,25 στην Ιστορία της λίγκας. Ήταν επίσης ο πρώτος παίκτης που δεν λεγόταν Larry Bird που κέρδισε διαγωνισμό τριπόντων σε All-Star Game, κερδίζοντας το 1989 στο Houston.
  • Στο Seattle o Ellis βρήκε τον Tom Chambers, τον μεγάλο λευκό που κυρίως έχει περάσει στην Ιστορία εξαιτίας του καρφώματος που έκανε πάνω από τον δύσμοιρο Mark Jackson όταν ήταν στο Phoenix, παρόλα αυτά στους Sonics έπαιξε σπουδαίο μπάσκετ για πέντε χρόνια, δίνοντας 20 πόντους κι 6,6 rebounds κατά μέσο όρο. Καλύτερη χρονιά του στους Sonics το 1987, όταν και είχε 23,3/6,6, κερδίζοντας παράλληλα το πρώτο του κάλεσμα σε All-Star Game, ένα All-Star που έλαβε χώρα στο Seattle. Παίζοντας μπροστά στο κοινό του, ο Chambers έβαλε 34 πόντους παίρνοντας το MVP του παιχνιδιού. Στο συγκεκριμένο τριήμερο, ο Michael Jordan κέρδισε τον πρώτο του διαγωνισμό καρφωμάτων.

Tom Chambers, Xavier McDaniel και Dale Ellis

  • Στο draft του 1987 υπέπεσαν στο χειρότερο λάθος της ιστορίας τους, αφού πέτυχαν διάνα επιλέγοντας στο #5 τον Scottie Pippen, τον οποίο όμως έστειλαν στο Chicago για τον Αϊτινό Olden Polynice..
  • Τέλος, κάνοντας ταυτόχρονα μια χρονολογική υπέρβαση, μια νοσταλγική ματιά στα “καλύτερα μας χρόνια” και μια επίκληση στην νεοελληνική γραφικότητα, δεν μπορούμε παρά να μην θυμηθούμε τους πρώην Sonics που πέρασαν από το ελληνικό πρωτάθλημα στην δεκαετία απόλυτης δόξας του (1988-1998), κάποιοι εκ των οποίων πέρασαν και κάποια από τα καλύτερα τους χρόνια στο Seattle. Συμμετείχαν σε διαγωνισμούς καρφωμάτων στο ΝΒΑ και στην Ελλάδα, κέρδισαν βραβεία “έκτου παίκτη”, στέφθηκαν Πρωταθλητές στο ΝΒΑ και στην Ελλάδα – ο ένας πιο cool από τον άλλον, πραγματικά:
    1. Brad Sellers (SuperSonics 1989-90/Άρης 1990-91)
    2. Ricky “Big Paper Daddy” Pierce (SuperSonics 1991-94/ΑΕΚ 1997-98)
    3. Eddie Johnson (SuperSonics 1990-93/Ολυμπιακός 1994-95)
    4. Xavier “X-Man” McDaniel (SuperSonics 1985-90/Ηρακλής 1995-96)
    5. Sam Vincent (SuperSonics 1987-88/Άρης 1993-94)
    6. Sedale “The Thief” Threatt (SuperSonics 1988-91/ΓΣ Λάρισα 1997-98)
    7. Terence Stansbury (SuperSonics 1986-87/ΑΕΚ 1997-98)
    8. Rod Higgins (SuperSonics 1984-85/Ολυμπιακός 1992-93)
    9. Danny Vranes (SuperSonics 1981-86/ΑΕΚ 1988-89)
    10. Aaron Williams (SuperSonics 1997-99/Αμπελόκηποι 1995-96)
    11. Antonio Harvey (SuperSonics 1996-97/Πανιώνιος 1997-98 & Ηράκλειο 1998-99)
    12. Alphonso Ford (SuperSonics 1993-94/Παπάγου 1996-97, Σπόρτινγκ 1998-99, Περιστέρι 1999-2001 & Ολυμπιακός 2001-02)
    13. Benoit “Big Ben” Benjamin (SuperSonics 1991-93/Περιστέρι 1997-98)

Honorable mention: Gary “The General” Grant (pick #15 στο draft του 1988, έγινε κατευθείαν ανταλλαγή στους Clippers και αγωνίστηκε στον Άρη το 1998-99 και στο Περιστέρι το 2001-02). #nostalgia #oldmen #bestyears

Το πρώτο μέρος σταματάει στην κυκλωμένη ημερομηνία της 27ης Ιουνίου 1989. Τότε, στο draft που έγινε στη Νέα Υόρκη, με το pick #17 το Seattle, η αμερικάνικη πόλη της βροχής, επιλέγει τον “Reignman”, τον Shawn Kemp7).

Μέρος 2o: Τα ’90s

seattle-supersonics

Το Seattle τον Νοέμβρη, στα ξεκινήματα κάθε σεζόν NBA, έχει τη μεγαλύτερη βροχόπτωση από οποιαδήποτε πόλη άνω των 250.000 κατοίκων στις Η.Π.Α. Ιδιαίτερα δε, σε ολόκληρη την δεκαετία του ’90 έμοιαζε να βρέχει συνέχεια. Ένα από τα μέρη που μοιάζουν ιδανικά για να προφυλαχτεί κάποιος από την βροχή είναι η περίφημη Key Arena στο τεράστιο Seattle Center, με τον εξαιρετικά οικείο κιτρινωπό φωτισμό. Γνωρίζω πως μπορεί να έφταιγε η τότε τηλεοπτική λήψη, που καμία σχέση δεν είχε με την σημερινή, και πως οι τότε πρασινοκίτρινες φανέλες των SuperSonics και το υπερβολικά “σέπια” παρκέ ενίσχυαν αυτό το “feel”. Όμως αυτό το πολύ χαρακτηριστικό εφέ δημιουργούσε μια αίσθηση ημίφωτος, λες και οι μισοί προβολείς είχαν καεί από κάποια τυπική καταιγίδα στο Seattle, κάτω από τις μπασκέτες έπαιζαν οι Nirvana το “Smells Like Teen Spirit”, το γήπεδο βρισκόταν μέσα στο δάσος και απ’ έξω κυκλοφορούσαν Sasquatches. Αν δεν σας θυμίζει κάτι αυτό, δείτε το παρακάτω βίντεο, που, εκτός των άλλων, κοσμούσε για αρκετά χρόνια τα σποτάκια του ΝΒΑ:

Αλλά καθώς έχουν ήδη γίνει πολλές αναφορές σε πράγματα και καταστάσεις, ας τα πάρουμε με τη σειρά. Όπως κάθε καλό κινηματογραφικό σενάριο άλλωστε, πρώτα θα παρουσιάσουμε τους χαρακτήρες, μετά θα βρούμε την κατάλληλη μουσική, και, στο τέλος, θα αφηγηθούμε την Ιστορία.

The Reign of the Reignman

Προσωπικά μιλώντας, ο Kemp ήταν ο ένας από τους τρεις ανθρώπους που με έκαναν να λατρέψω το ΝΒΑ1).

Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν υπάρξει πολλοί dunkers στο NBA. Πάρα πολλοί ιδιαίτερα περίτεχνοι, όπως οι περσινοί φιναλίστ Zach LaVine και Aaron Gordon, πάρα πολλοί ιδιαίτερα αλτικοί, όπως οι Gerald Green, Josh Smith, Nate Robinson και Dwight Howard, ενώ πάρα πολλοί ήταν ιδιαίτερα βιρτουόζοι, όπως οι Michael Jordan, Julius Erving και Jason Richardson. Όμως, λίγοι ήταν αυτοί που ξεχώρισαν για τον τρόπο που “επιτίθονταν” στο καλάθι, σαν να ήθελαν να το καταστρέψουν. Ο Blake Griffin, ο Vince Carter, ο Shaquille O’Neal και ο Dominique Wilkins, είναι οι πλέον χαρακτηριστικοί. Και κανείς, μα κανείς όμως, δεν κάρφωνε όπως ο Shawn Kemp στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Ο Kemp κάρφωνε σαν να μισούσε το στεφάνι. Ή τουλάχιστον σε έπειθε πως το μισούσε. Και πως το μισούσε πραγματικά. Δεν ήταν πως λάτρευε να κάνει poster τους αντιπάλους του, αν και υπάρχουν δύο πολύ χαρακτηριστικά posterizing dunks απέναντι στους Warriors, με εξίσου cool στιγμιότυπα αμέσως μετά.

To πρώτο.

Και το δεύτερο.

Το ζήτημα του “Reignman” ήταν άλλο. Το κάρφωμα του το άκουγε και, κυρίως, το ένιωθε και ο τηλεθεατής. Ένας κτηνώδης και συνάμα νευρώδης συνδυασμός δύναμης, εκρηκτικότητας και ταχύτητας στην εκτέλεση. Σε μια εποχή που σπάνια βλέπει κάποιος πραγματική φυσική επαφή με το στεφάνι στο κάρφωμα (πράγμα που εξηγείται πολύ εύκολα αν σκεφτεί κανείς τόσο την πιθανότητα τραυματισμού στο χέρι, όσο και το μη αναγκαίο μιας ακόμα ποζεριάς), ο Kemp άρπαζε το στεφάνι στο κάρφωμα, σαν να ήθελε να το ξηλώσει, να του μείνει στο χέρι. Man vs Backboard. Αυτό ήταν ο “Reignman”.

Και έπειτα, ήταν κι αυτό το über-cool nickname: Reignman, δηλαδή “κυρίαρχος”. Που παρερμηνευόταν συχνά επίτηδες ως υπονοούμενο για τον καιρό στο Seattle ως “Rainman”, άρα “βροχοποιός” ή “άνθρωπος της βροχής”.

"Reignman" ή "Rainman"; "Hard Reign" ή "Hard Rain";

“Reignman” ή “Rainman”; “Hard Reign” ή “Hard Rain”;

Και τέλος, ήταν κι αυτά τα παπούτσια, με τις “καταιγιστικές” ρίγες τους. Kamikaze II, κυρίες και κύριοι! Από τα καλύτερα sneakers των ’90s!

Reebok Kamikaze II

Τέλος πάντων, ο Kemp ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε στο NBA.

Παρότι είχε θεωρηθεί ένα από top-5 prospects φεύγοντας από το Concord High School της Indiana, που το είχε οδηγήσει στους τελικούς της Πολιτείας. Παρότι, επίσης, ήταν μέλος της McDonald’s High School All-American Team το 1988, μαζί με τους Alonzo Mourning, Billy Owens, Todd Day, Lee Mayberry, Chris Mills, Anthony Peeler και Stanley Roberts, και παρότι είχε υπογράψει το letter-of-intent για να γραφτεί στο Kentucky, ο Kemp δεν έπαιξε ούτε ένα δευτερόλεπτο κολεγιακό μπάσκετ. Ο λόγος; Έχοντας τρομερή διάσπαση προσοχής (στην καλύτερη περίπτωση) ή όντας οριακά αναλφάβητος (στη χειρότερη), δεν κατάφερε τρεις φορές να πιάσει ούτε το “κατώφλι” του 700 στις εξετάσεις SAT, με αποτέλεσμα να χάσει την freshman χρονιά του στο Kentucky. Προφανώς στο μυαλό του Kemp δεν υπήρχαν πολλά να κάνει σε κολέγιο από το να παίζει μπάσκετ, οπότε δεν άργησε και η ώρα για να φύγει από το Kentucky, εν μέσω κατηγοριών, μάλιστα, ότι είχε πουλήσει δύο χρυσές αλυσίδες του συμπαίκτη του και γιου του προπονητή Eddie Sutton.

Τελικά, ο Kemp γράφτηκε στο Trinity Valley Community College στο Texas. Γενικά, αν δεν έχετε υπόψη τι εστί Community College στην Αμερική και τι ακαδημαϊκό και κοινωνικό υπόβαθρο έχει, αρκούν 110 επεισόδια του λατρεμένου “Community” και δεν θα είστε πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Έτσι, μετά από ένα εξάμηνο στο Texas, όπου επίσης δεν έπαιξε μπάσκετ, ο 19χρονος Kemp δήλωσε υποψηφιότητα για το draft του 1989, ένα από τα χειρότερα όλων των εποχών. Εκεί οι Sonics τον επέλεξαν στο No.17, αμέσως αφότου επέλεξαν τον Dana Barros στο #16. Παρενθετικά στο κείμενο να σημειωθεί πως πραγματικά αξίζει να μελετήσει κάποιος την Ιστορία των SuperSonics στο draft για έναν ασφαλή οδικό χάρτη, με πράγματα που πρέπει να αποφύγει: με τις εξαιρέσεις των Shawn Kemp, Gary Payton, Rashard Lewis, Desmond Mason και Kevin Durant, η εικοσαετία επιλογών του Seattle, ειδικά στον πρώτο γύρο, που ακολουθεί μετά την παράδοση του Pippen στους Bulls το 1987 για τα “ψίχουλα” του Olden Polynice είναι για να τραβάει κάποιος τα μαλλιά του. Και για να επιστρέψουμε στο draft του 1989, αυτό που έκαναν εκείνο το βράδυ μόνο με μία λέξη μπορεί να χαρακτηριστεί: κλοπή.

Η πρώτη, λοιπόν, συνεισφορά του Kemp στο ΝΒΑ είναι να αποτελέσει άθελα του τον κόμπο που κρατάει ενωμένο το νήμα 20 χρόνων, μέσα στο οποίο υπήρξε ο μόνος underclassman, χωρίς καθόλου κολεγιακό μπάσκετ, ανάμεσα σε δύο #5 draft picks κατευθείαν από το high school: του Darryl Dawkins το 1975 και του Kevin Garnett το 1995. Κάπου ενδιάμεσα, ο Kemp υπήρξε ένας πρωτότυπος “Ticket”: ιδιαίτερα αθλητικός και εκρηκτικός, ψηλός και μακρύς για τη θέση του, πολύ άγουρος στο post, αλλά με skillset που προδιέθετε για αρκετά μακρινό shooting range.

Ως ο νεαρότερος παίκτης στο NBA εκείνη την στιγμή, και παρότι φανερά ανώριμος, όπως φάνηκε και από τα στατιστικά της πρώτης του σεζόν στο ΝΒΑ, την οποία τελείωσε με 6,5 ppg/4,3 rpg/47,9 fg%, ο Kemp είχε τεράστια διάθεση να μάθει. Μπήκε σχεδόν κατευθείαν υπό την προστασία του Xavier McDaniel, χωρίς ωστόσο αυτή, ή οτιδήποτε στον κόσμο, να τον προετοιμάσει για την πρώτη του συνάντηση με τον Larry Bird. Έχοντας παίξει μόλις έξι παιχνίδια regular season την προηγούμενη χρονιά, και με την μέση του να τον διαλύει σωματικά και ψυχικά, ο “Larry Legend” συνάντησε ένα παιδί από την πατρίδα του, την Indiana, με κεφάτο αγωνιστικό προφίλ, έτοιμο να του κάνει λίγο trash talking, αμέσως μετά από καναδυό εύστοχα σουτ. Μέγα λάθος. Από εκείνο το σημείο, ο Bird ξεκινάει ένα vintage ξεφτίλισμα του rookie, το οποίο καταλήγει με τον Kemp να διηγείται στους συμπαίκτες του σε ένα timeout προς το τέλος του αγώνα ότι ο Larry μετά από άλλο ένα εύστοχο μακρινό σουτ του είπε παραληρώντας “I’m the best damn player from Indiana”!

Γενικά, πάντως, σε εκείνο το σημείο, οι SuperSonics είχαν όλα τα υλικά που θα τους επέτρεπαν να ξαναγίνουν μια σημαντική δύναμη στην Δύση: το χάραμα της δεκαετίας του ’90 τους έβρισκε με ένα δίδυμο superstars της εποχής, τους Dale Ellis και Xavier McDaniel, μια πολύ καλή περιφέρεια γεμάτη ρολίστες, τους Nate McMillan, Sedale Threatt, Dana Barros και Derrick McKey, δύο συμπαθητικούς ψηλούς στα πρόσωπα των Michael Cage και Olden Polynice, και κατά τα άλλα, άπειρο χώρο στην frontline για να καταλάβει ο Kemp. Το σημαντικότερο αυτών: όλο αυτό το συνονθύλευμα επρόκειτο να αλλάξει σε σύνθεση και σε στιλ υπό τις οδηγίες του νέου προπονητή George Karl πολύ σύντομα. Το ακόμα σημαντικότερο: στο draft του 1990, είχαν την δεύτερη επιλογή.

“Point guards like me and Magic Johnson come around once a decade”

Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να απεικονίσουμε τον Gary Payton παρά μόνο έτσι: την στιγμή που τα χείλη του έχουν χαρακτηριστικά σχηματίσει το “F” από το μεγαλοπρεπέστατο “fuck” προς τον GOAT που θα ακολουθούσε.

Gary Payton MJ Trash Talk

Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγραφεί αφηγηματικά ο GP παρά αυτός που παραθέτουμε από την σελίδα 98 του μνημειώδους βιβλίου “Jordan Rules” του Sam Smith, που περιγράφει την σεζόν 1990-91 των Bulls:

“The Bulls had played Seattle three times during the exhibition season, winning two. In the one loss, brash SuperSonics rookie guard Gary Payton had played well, and told USA Today‘s Peter Vecsey that he could defend anyone, including [Michael] Jordan. Later that night the two met by chance at a Seattle nightclub and Payton began to taunt Jordan: “I’ve got my million and I’m buying my Ferraris and Testarossas, too.”

“No problem,” said Jordan. “I get them for free.”

Jordan liked his little comeback, but he wasn’t through. [Later, when the Bulls and Sonics met in the regular season for the first time] Jordan would come out of the locker room and he promised, ‘I’m going to show that little sucker.’ The first time Payton had the ball, Jordan stole it, drove for a lay-up, and was fouled. The next time Payton had the ball, Jordan stole it again and drove all the way down court and slammed for a 6-0 Bulls lead. The third time Payton had the ball, Jordan destroyed his dribble… It would be an easy Bulls win, 116-95, as Jordan had 33 points and 7 steals before the end of the third quarter.”

Αυτός ο απίθανος τύπος συνέθεσε με τον Kemp ένα αταίριαστο δίδυμο χαρακτήρων: την ώρα που ο Kemp “έσβηνε” από το τριγύρω περιβάλλον (η περίφημη “Shawn Time”), ο Payton δεν σταματούσε να μιλάει. Ποτέ. Και μαζί συγκροτούσαν το “Α και το Ω” του “swag” των Sonics στην εποχή της ακμής τους: πολλά καρφώματα, πολλοί αιφνιδιασμοί, πολύ trash talk, τσακωμοί με τους αντιπάλους, αλλά και μεταξύ τους και με τον προπονητή τους. Παρόλα αυτά μαζί συγκροτούσαν και ένα δίδυμο εφάμιλλο των Stockton – Malone μέσα στο παρκέ. Χωρίς, προφανέστατα να έχουν τη διάρκειά τους.

Σε όλη την δεκαετία του ’90, ο “Glove” ήταν ο φόβος και ο τρόμος των περιφερειακών στο NBA. Θρασύς και πολυλογάς, αλλά ταυτόχρονα μακρύς, γρήγορος, με εξαιρετικά passing και playmaking skills, αλλά και αξιόπιστο drive, που ισοσκέλιζε το όχι τόσο αξιόπιστο μακρινό του σουτ. Πόσο καλός ήταν δηλαδή ο Payton;

Σε ένα άρθρο του στο ESPN πριν καμιά δεκαριά χρόνια, ο John Hollinger κατέτασσε τον Payton τρίτο καλύτερο PG της σύγχρονης Ιστορίας του ΝΒΑ, πίσω από Magic και Stockton, ενώ άλλοι συνάδελφοι του τον κατέτασσαν μόλις δέκατο, πίσω από τους παλαιότερους Robertson, Cousy, Frazier, Archibald και τους πιο σύγχρονους Magic, Thomas, Stockton, Kidd, Nash. Κι όμως, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που ο Payton αδικείται:

  • Πρώτον, είναι μέχρι σήμερα ο μόνος PG που έχει κερδίσει το βραβείο του “Αμυντικού της Χρονιάς”, μιας και κανείς εκ των προγενέστερων Jordan, Cooper, Robertson, Moncrief δεν λογίζεται ως καθαρός άσος, έναν θεσμό που σχεδόν μονότονα κυριαρχείται κυρίως από ψηλούς. Επίσης, ίσως ήταν και ο μόνος αμυντικός που πράγματι ζόρισε τον Jordan σε Τελικούς.
  • Δεύτερον, ο Payton είχε τρομερή διάρκεια -τουλάχιστον τα δέκα τελευταία του χρόνια στο Seattle ήταν σταθερά μέσα στους τρεις καλύτερους PGs της λίγκας και για κάποια χρόνια ο καλύτερος.
  • Τρίτον, ήταν το πλήρες πακέτο και ειλικρινά δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποια εποχή στο παρελθόν ή στο μέλλον που δεν θα μπορούσε να είναι τόσο καλός όσο τότε. Σίγουρα πάντως ήταν καλύτερος σκόρερ από τους Kidd και Stockton, καλύτερος σουτέρ από τους Magic και Isiah και απείρως καλύτερος αμυντικός του Nash – και μάλλον από όλους βασικά, αφού, ξέχωρα από τις επιμέρους κατηγορίες όπως κλεψίματα και DWS, ο Payton ήταν ο απόλυτος “εξολοθρευτής” σε προσωπική άμυνα. Όταν πάντως χρειάστηκε να επιλέξει ο ίδιος, δεν δίστασε μια στιγμή και επέλεξε στον Stockton ως τον δυσκολότερο αντίπαλο που είχε να αντιμετωπίσει. #howdoyoulikethatGOAT?

Από την άλλη, βέβαια, σίγουρα ο Payton αδικούσε και τον εαυτό του, καθώς δεν ήταν και ο πιο εύκολος άνθρωπος και δεν κέρδιζε ακριβώς και τις συμπάθειες: μπλέχτηκε σε έναν γεροντοκαυγά με τον Vernon Maxwell2), όπου τραυματίστηκαν οι Chuck Person και Horace Grant, σε έναν τσακωμό που οι τέσσερις εμπλεκόμενοι άθροιζαν τότε 42 χρόνια στην λίγκα, αρπάχτηκε με τον βετεράνο Ricky Pierce εν μέσω της σειράς με τους Nuggets το ’94, τσακωνόταν ασταμάτητα με τον coach Paul Westphal και έβριζε συχνά – πυκνά τους Schrempf και Patterson, όταν του κόστιζαν assists!

Τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ

Κεντρικό ρόλο στην άνοδο των Sonics είχε προφανώς ο coach George Karl, ο οποίος ήταν αυτός που έβαλε την ομάδα σε τροχιά πρωταθλητισμού, όταν, με πρωτοβουλία του GM Bob Whitsitt, αντικατέστησε τον K.C. Jones στα μέσα της σεζόν 1991-92. Ο νέος τότε Karl είχε καταφέρει να αφήσει το στίγμα του σε Cavaliers και Warriors, οδηγώντας τους στα playoffs για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, όμως απηυδισμένος από τις τακτικές των front offices των ομάδων του NBA, άφησε την λίγκα για τους Albany Patroons του CBA και την Ρεάλ Μαδρίτης -δύο ομάδες στις οποίες περιπλανήθηκε εναλλάξ για την επόμενη τετραετία, μέχρι να επιστρέψει στις ΗΠΑ για να αναλάβει τους SuperSonics.

Αμέσως επέβαλε ένα ανοιχτό και γρήγορο παιχνίδι, ενώ με την βοήθεια του αμυντικού γκουρού Bob Kloppenburg πόνταρε πολύ στην πιεστική άμυνα που δημιουργούσε τις παγίδες – σήμα κατατεθέν της ομάδας επί Karl. Με το που ανέλαβε δε, οι Sonics από το ρεκόρ 20-20, έφτασαν στο 47-35, απέκλεισαν το ανταγωνιστικό τότε Golden State των Mullin, Hardaway, Owens, Marciulionis και Gatling στον πρώτο γύρο των playoffs και, γενικά, μέχρι το καλοκαίρι του ’98 που ο Karl έφυγε, ήταν η πρώτη δύναμη στην Pacific, αφού δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τις 55 νίκες.

Σε αυτά τα εξήμισι χρόνια του Karl, βέβαια, πολύς κόσμος έφυγε και ήρθε στο Seattle, πάντα αναζητώντας τα χαμένα κομμάτια για το παραπάνω βήμα. Από την ομάδα που βρήκε ο Kemp, όταν αυτός προσγειώθηκε στο Seattle στο τέλος της δεκαετίας του ’80, μέχρι την στιγμή που έφυγε, το καλοκαίρι του ’97, έφυγαν οι Alton Lister, Brad Sellers, Xavier McDaniel, Dale Ellis, Olden Polynice, Sedale Threatt, Derrick McKey, Michael Cage και ο προπονητής Bernie Bickerstaff, ενώ ήρθαν οι Gary Payton, Vincent Askew, Sam Perkins, Ervin Johnson, Detlef Schrempf, Hersey Hawkins, David Wingate, Eric Snow. Τέλος, ήλθαν και απήλθαν οι Steve Johnson, Avery Johnson, Eddie Johnson, Ricky Pierce, Benoit Benjamin, Dana Barros, Sarunas Marciulionis, Kendall Gill, Bill Cartwright και ο προπονητής K.C. Jones3).

Από όλους τους παραπάνω, η καταλυτικότερη -όχι η σημαντικότερη- ίσως προσθήκη, εκείνη που έδωσε το “κάτι” που χρειάζονταν οι Sonics για να γίνουν title contenders, ήταν αυτή του Hersey Hawkins, ενός σταθερού και τρομερά αξιόπιστου μακρινού σουτέρ, που ήταν ο ένας από τους δύο ανθρώπους που ισοσκέλιζε την μειωμένη δυναμική των Payton – Kemp στο set παιχνίδι. Ο άλλος ήταν ο Detlef Schrempf.

The missing piece: Detlef before Dirk

Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που αγάπησα ακόμα περισσότερο τον Dirk Nowitzki, επειδή προηγουμένως είχα εκτιμήσει τόσο πολύ τον Detlef Schrempf.

Schrempf Nowitzki

Γεννημένος στο Leverkusen, αλλά “αμερικανοτραφής” από νεαρή ηλικία, ο Schrempf είχε περισσότερη σχέση με το Seattle και την Πολιτεία της Washington παρά με την Γερμανία, παρότι με την “Basketballnationalmannschaft” αγωνίστηκε στα Ευρωμπάσκετ του ’83 και ’85 και στις Ολυμπιάδες του ’84 και του ’92. Όταν μετακόμισε από τη (Δυτική) Γερμανία στις ΗΠΑ, ο Schrempf αγωνίστηκε για έναν χρόνο στην ομάδα του Centralia High School, οδηγώντας τους Tigers στον τίτλο της Washington και στην συνέχεια, στους Washington Huskies στο κολέγιο. Ενδιαφέρουσα, αλλά ασήμαντη, σε σχέση με την ιστορία μας, λεπτομέρεια: στις δύο τελευταίες του χρονιές στο κολέγιο της Washington, ο Schrempf υπήρξε συμπαίκτης με τον συμπατριώτη του και γνωστό μας Christian Welp, πρωταθλητή Ευρώπης με τον Ολυμπιακό το 1997, Πρωταθλητής και MVP στο Ευρωμπάσκετ του 1993, all-time leading scorer των Huskies και #16 του εξαιρετικά πλούσιου draft του ’87.

Μετά από τέσσερα άγονα χρόνια στο Dallas, όπου κινδύνεψε να μείνει στάσιμος αγωνιστικά και στυλιστικά4) και πέντε εξαιρετικά γόνιμα χρόνια στην Indiana, όπου αναδείχθηκε δύο σερί φορές, το 1991 και 1992, “Sixth Man of the Year” και μια φορά All Star, το 1993, επέστρεψε εκεί που ήταν πραγματικά γραφτό του να παίξει επαγγελματικό μπάσκετ: στο Seattle.

Ο Schrempf έφτασε στο Seattle το καλοκαίρι του ’93, αμέσως μετά την ήττα στο έβδομο παιχνίδι των Τελικών της Δύσης από τους Suns του Barkley, έχοντας ήδη τρομερά διαπιστευτήρια: κανονικά ήταν περισσότερο “τεσσάρι” λόγω των εξαιρετικών κινήσεων του στο post, όμως, κυρίως λόγω της ικανότητας του στο μακρινό σουτ, στην πάσα και στο transition παιχνίδι, κατέβηκε θέση για να χωρέσει μαζί με τον Kemp. Με την προσθήκη του Γερμανού, οι SuperSonics γίνονταν κυριολεκτικά πανύψηλοι, με δύο forwards ταυτόχρονα στην πεντάδα ύψους 2,08. Και χάρη στο “πλαστικό”, αλλά συνάμα άψογο και πλήρες παιχνίδι του Schrempf, οι SuperSonics μπορούσαν επιτέλους να ισχυρίζονται πως βασιλεύουν στην Δύση.

Όχι άμεσα βέβαια.

Fell on Black Days
Το Seattle σε ύφος grunge

Το Seattle σε ύφος grunge

Δεν μπορείς να μιλήσεις για το Seattle της δεκαετίας του ’90, χωρίς να μιλήσεις για τον “Seattle sound”, την grunge. Παρότι η γέννηση της χρονολογείται στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όλη η άνοδος (και πτώση) της grunge ταυτίζεται χρονολογικά με την (δεύτερη) άνοδο και πτώση των Seattle SuperSonics, αυτή της δεκαετίας του ’90. Το ’89 οι Soundgarden γίνονται η πρώτη grunge μπάντα που υπογράφει σε μεγάλη δισκογραφική, την A&M Records. Τους ακολουθούν οι Nirvana το ’90 υπογράφοντας στην Geffen Records, με την οποία το ’91 εκδίδουν το θρυλικό “Nevermind”. ’89, ’90, ’91… Τί είπαμε ότι γινόταν στο μπάσκετ του Seattle εκείνη την περίοδο;

Φαινομενικά, αυτή την στιγμή μοιάζουμε να επιχειρούμε έναν κραυγαλέα αυθαίρετο παραλληλισμό – ιδιαίτερα αν, για παράδειγμα, λάβουμε υπόψη την δηλωμένη απέχθεια του Kurt Cobain προς τους “sport jocks” και “sports fans” κάθε είδους. Όμως, τόσο η ταυτότητα των SuperSonics, όσο και η ταυτότητα της grunge είχαν πολλά όμοια χαρακτηριστικά, προϊόντα των δυναμικών και του “zeitgeist” της κοινωνίας του Seattle στα τέλη του 20ου αιώνα.

Βλέπετε, δεν είναι εύκολο να ζει κανείς στην πιο ακριτική μεγαλούπολη των ΗΠΑ, η οποία δέχεται με σχετική χρονοκαθυστέρηση όλες τις μουσικές επιρροές (punk, metal, pop) και τις εγκολπώνει σχολαστικά και εξαντλητικά, ακριβώς γιατί είναι τόσο απομονωμένη από όλες τις άλλες πόλεις. Αυτό δημιουργεί μια πολύ ζωντανή μουσική σκηνή, η οποία έχει μελετήσει σε μεγάλο βάθος όλους τους προκατόχους της και έτσι καταφέρνει να δημιουργήσει από την αρχή κάτι καινούργιο, ένα καινούργιο είδος, ένα καινούργιο στιλ έκφρασης σε όλα τα επίπεδα. Με έκρηξη.

Ακόμα κι η αισθητική, η κιτρινίλα, το ημίφως, τα χρώματα που ντύνεται ο Cobain, είναι απολύτως συμβατή με την παραπάνω περιγραφή της ατμόσφαιρας στην Key Arena.

“Θυμός και Οργή”. Λόγια για την κοινωνική αποξένωση και την απάθεια, για τον εγκλωβισμό από τα στερεότυπα και την ελευθερία, για το αίσθημα του “να μην ανήκεις” και “να είσαι παντού άβολα” και του “να είσαι μέλος μιας νέας γενιάς που ετοιμάζεται ήδη “καμμένη” να μεγαλώσει σε μια δυστοπία”. Θόρυβος. Ωμός και παραμορφωμένος επίτηδες, για να πολλαπλασιάζει τον σπαραγμό που ακούγεται από την βορειοδυτική άκρη της χώρας και προκαλεί τις μόδες, τις ζωές, τις υποκουλτούρες των μεγάλων μητροπόλεων των ΗΠΑ, ιδιαίτερα της Νέας Υόρκης του ’70 και του Los Angeles του ’80. Το Seattle δεν θέλει να συνεχίσει η προσοχή στη δεκαετία του ’90 να βρίσκεται ξανά σε κάποια μητρόπολη, όπως το Chicago, θέλει να την τραβήξει όλη η ίδια, αλλά δεν ξέρει πως να το εκφράσει.

Αντι-ήρωες που τσακώνονται μεταξύ τους. Διαλυμένα σπίτια, εξαρτήσεις και απέχθεια για τον εαυτό.

Καλύβες μέσα στο δάσος, τα τελευταία οχυρά απέναντι στον παρηκμασμένο ανθρώπινο πολιτισμό. Σαν αυτές που κρύβεται ο Blake στο “Last Days” του Gus Van Sant μέσα στα δάση.

Gus Van Sant's Last Days

Σαν τα δάση, από τα οποία νομίζεις πως θα εμφανιστεί ο “Bigfoot”, το μυθικό “sasquatch” των Βορειοδυτικών Πολιτειών.

Harry and the Hendersons

Αν αυτό δεν σας λέει τίποτα, τότε είστε πράγματι πολύ νέοι…

Ή ο “Squatch” στη δική μας περίπτωση.

Squatch

Όλα αυτά προφανώς προσιδιάζουν και σε μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερη ηλικιακή ομάδα, τη γενιά που γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και ενηλικιώθηκε λίγο πριν, ή μετά το τέλος, της δεκαετίας του ’90, με ό,τι κοινωνικό και ιδεολογικό περιεχόμενο αυτό συνεπάγεται. Στην εφηβεία της, η grunge και οι SuperSonics ταυτίζονταν με την αμφισβήτηση. Στην ενηλικίωση της, είχαν ήδη και τα δύο παρακμάσει.

Βεβαίως, υπήρξαν και πιο άμεσες ταυτίσεις της μουσικής με την ομάδα, όπως οι Pearl Jam. Προτού δώσουμε τον λόγο σε ένα πραγματικά θαυμάσιο αφηγηματικά άρθρο στο “Deadspin”, ας θυμίσουμε απλώς πως, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, οι Pearl Jam ήταν φανατικοί μπασκετικοί. Και επειδή πιθανόν δεν γνωρίζατε πως η αρχική ονομασία του συγκροτήματος ήταν Mookie Blaylock (!), εξ ου και η ονομασία του πρώτου τους δίσκου “Ten”, από το νούμερο της φανέλας του τότε all-star guard των Hawks, απολαύστε ένα βίντεο από ένα πολύ πρώιμο live των Pearl Jam, όπου συμβαίνει κάτι που, μεταξύ μας, μόνο ο Eddie Vedder θα μπορούσε να κάνει.

Η άνοδος

Αυτό, λοιπόν, ούρλιαζε στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’90, η μουσική στο Seattle. Αυτό και το μπασκετ.

Με τον ερχομό του Kemp στο Seattle ξεκινάει μια τέτοια εποχή: η ομάδα φεύγει από τη λογική των σοβαρών βετεράνων, τύπου Ellis, Johnson ή Pierce, και μια κάπως πιο ρομαντική αντίληψη που αυτή η προσέγγιση εμπεριείχε, και αρχίζει και τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και αντισυμβατικότητα προς την επανάσταση της, ακόμα κι αν σήμανε την αυτοκαταστροφή της.

Με τον ερχομό του Karl, οι Sonics βρίσκουν αγωνιστική ταυτότητα. Αφότου σοκάρουν το 1992 τους δυνατούς Warriors, αποφασίζουν να διεκδικήσουν τα σκήπτρα στη Δύση, μια και που στην Ανατολή, μετά την πτώση των Celtics και των Pistons, αδιαφιλονίκητος βασιλιάς είναι το “beast of the East“. Δεν υπάρχουν πλέον Lakers, οι Blazers έχουν αποδειχθεί πυροτέχνημα και η υπόθεση της Δύσης γίνεται για άλλη μια φορά ανοιχτή υπόθεση.

Η σεζόν ’92-’93 βρίσκει τους Sonics με τις προσθήκες του, πάντα ιδιαίτερα ταλαντούχου και πολύπλευρου, αλλά αργού για power forward και μαλθακού για center, Sam Perkins και του γυρολόγου Vincent Askew για τον πάγκο λίγο πριν την trade deadline σε ιδιαίτερα ανταγωνιστική θέση. Είναι πολύ ταλαντούχοι, με βασική πεντάδα τους Payton, Pierce, McKey, Kemp, Perkins, και μάχονται για τα πάντα. Στην postseason βρίσκονται συνεχώς πίσω στις σειρές με 1-2, επανέρχονται επίσης συνεχώς, και τελικά πέφτουν στον έβδομο τελικό της Δύσης από τους Suns, σε ένα παιχνίδι όπου εκτελέστηκαν 100 βολές, και σε μία, έτσι κι αλλιώς επική σειρά, έχοντας πρώτα παίξει το maximum των παιχνιδιών και στους τρεις γύρους.

Ο GM “Trader Bob” Whitsitt δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια για την σεζόν 1993-94. Κάνει ακόμα περισσότερο δυναμικούς τους Sonics στα “φτερά”, φέρνοντας τον Kendall Gill από τους Hornets, αντί των Eddie Johnson και Dana Barros, και τον Schrempf, αντί του Derrick McKey, από την Indiana. Το αποτέλεσμα ήταν το 63-19 εκείνης της σεζόν, όπου το Seattle μπήκε στην postseason με το καλύτερο ρεκόρ στην λίγκα και ένα από τα 35 καλύτερα ρεκόρ στην Ιστορία, σε μια σεζόν, μάλιστα, χωρίς Michael Jordan. Στον πρώτο γύρο, οι αδύναμοι Nuggets: νίκες στα δύο πρώτα ματς γρήγορα – γρήγορα και στο Seattle ετοιμάζονται για μεγάλα πράγματα.

Αμ δε! Η διπλή αδυναμία του Kemp να πάρει πάνω του ψυχολογικά την ομάδα ως ηγέτης και αγωνιστικά την πρόκληση να νικήσει τους Nuggets κοντά στο post, όπου και κυριαρχούσε, με 12,2 rpg/6,2 bpg σε πέντε αγώνες, το finger wag του Mutombo, όπως θα έκαναν στις αντίζηλες ομάδες της Δύσης οι Barkley, Malone, Olajuwon και Robinson, ήταν ενδεικτική της -επίσης- ψυχολογικής και αγωνιστικής αδυναμίας των SuperSonics να είναι σκληροί σε σκληρές καταστάσεις. Έτσι, όταν οι Nuggets ισοφάρισαν με πολύ ξύλο τη σειρά στο Denver, το Seattle κατέρρευσε στο τελευταίο παιχνίδι εντός έδρας, το οποίο κατέληξε με τους SuperSonics να γίνονται το πρώτο #1 seed που αποκλείεται από τον πρώτο γύρο των playoffs και τον Mutombo να κλαίει ξαπλωμένος στο παρκέ, κρατώντας την μπάλα.

Αυτό το σοκ ακολούθησε τους Sonics και μετά το καλοκαίρι. Ο Bob Whitsitt παραιτήθηκε (από μόνος του ή από την διοίκηση, άγνωστο). Την ίδια στιγμή, ένα επικείμενο trade που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ όσο κι αν το έσπρωχνε ακόμα κι ο τότε outfielder των Birmingham Barons, Michael Jordan, προφανώς για να εκδικηθεί τον Jerry Krause, έστελνε τον Kemp στους Bulls για χάρη της μεγάλης επιστροφής του Pippen, μέχρι να κόψουν το βήχα οι οπαδοί των Sonics, που απειλούσαν να κάψουν την πόλη αν έφευγε ο “Reignman”. Τελικά, κανείς άλλος δεν έφυγε, πρακτικά κανείς δεν ήρθε (με εξαίρεση τους βετεράνους Marciulionis – Cartwright) και με αυτό το ηθικό, οι SuperSonics τερμάτισαν μεν με 57-25, αλλά αποκλείστηκαν από τους Lakers στον πρώτο γύρο των playoffs.

Με έναν χρόνο να απομένει στο συμβόλαιο του, ο Karl αποφάσισε να πάρει πάνω του την υπόθεση της διατήρησης της ομάδας σε τροχιά πρωταθλητισμού και να τα δώσει όλα. Ή, βασικά, να βρει αυτό που πραγματικά του έλειπε. Για δεύτερη φορά χρησιμοποίησε τις καλές του σχέσεις με την Charlotte και έδωσε τον Kendall Gill για χάρη του Hersey Hawkins και του David Wingate.

Το Seattle έγραψε ρεκόρ 64-18, το 25ο καλύτερο ρεκόρ στην Ιστορία της λίγκας, δεύτερο εκείνη τη σεζόν μόνο πίσω από το 72-10 των Bulls, και έφτασε μέχρι τους τελικούς της Δύσης απέναντι στην Utah. Εκεί παραλίγο να χάσει τη σειρά, παρότι προηγήθηκε με 3-15), μέχρι ο Karl να αλλάξει την άμυνα του σε απλό man-to-man και ο Kemp να βάλει δύο κρίσιμες βολές στο τέλος του έβδομου τελικού, για να επικρατήσει ο πανικός. Το ξέσπασμα. Το “F-U” που ακούστηκε σε όλο το ΝΒΑ: να στείλει τους Sonics στους Τελικούς του ΝΒΑ με τους Bulls.

Τους Bulls του 72-10, βεβαίως-βεβαίως. Τη θεωρούμενη και ως καλύτερη ομάδα όλων των εποχών(Last year.).

Εκεί δεν κέρδισαν και πολλά, εκτός, δηλαδή, από δύο αγώνες στο Seattle. Τιμή και δόξα, πάντως, στον Gary Payton, που έγινε ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να κρατήσει τον Jordan σε λιγότερους από 30 πόντους (27,3 ppg για την ακρίβεια) ανά αγώνα και στο χειρότερο ποσοστό ευστοχίας (41,5%) στους έξι τελικούς που αγωνίστηκε.

Αυτό ήταν και το ζενίθ της φοβερής ομάδας του Seattle στη δεκαετία του ’90. Το καλοκαίρι του ’96, όλες οι αντίπαλοι των SuperSonics έγιναν ισχυρότερες: οι Jazz πήραν τους ρολίστες Howard Eisley και Shandon Anderson, το Houston τον Barkley, ενώ οι Lakers έφεραν τον Shaq από το Orlando και στρατολόγησαν ένα 18χρονο γυμνασιόπαιδο ονόματι Kobe Bryant. Αντιθέτως, οι SuperSonics δεν έφεραν ουσιαστικά τίποτα καινούργιο στην ομάδα, με εξαίρεση τον Drew Barry από τον δεύτερο γύρο του draft και τον free agent Jim McIlvaine.

“The original sin” και η πτώση

Δυστυχώς για αυτούς, ο αποκλεισμός τους στον δεύτερο γύρο των playoffs του ’97 από τους Rockets στα επτά παιχνίδια6), με τους Olajuwon – Barkley να διαλύουν την frontline των Sonics με 40+ ppg και 25+ rpg αθροιστικά, δεν ήταν το χειρότερο νέο.

Στο πολύ γνωστό ντοκιμαντέρ “Sonicsgate” του 2009, ο βραβευμένος συγγραφέας και μόνιμος κάτοικος της Washington Sherman Alexie αναφέρει με ιδιαίτερη ποιητικότητα.

“You know what the original sin was? The original sin, the place where this all began was the signing of Jim McIlvaine. Jim McIlvaine was the apple in our Garden of Eden.”

Συχνά, ένα μεγάλο συμβόλαιο σε έναν παίκτη αποτελεί casus belli για έναν άλλον παίκτη που νιώθει αδικημένος. Ωστόσο, όσο παιδικό κι αν ακούγεται αυτό, και όσο εσωστρεφής κι αν ήταν ο Kemp, η κίνηση των φιναλίστ του ΝΒΑ να δώσουν πενταετές συμβόλαιο $ 33,6 εκατομμυρίων το καλοκαίρι του ’96 στον McIlvaine, έναν sevenfooter για να προσδώσει μέγεθος στην frontline μεν, με αριθμούς καριέρας 2,7 ppg/3,1 rpg/1,7 bpg σε 14,8 mpg σε επτά χρόνια καριέρας δε7), ήταν αδιανόητη. Και εν τέλει, απίστευτα προκλητική για τον Kemp, που την ίδια ώρα που ο ίδιος, ένας All-Star τα τελευταία πέντε χρόνια, λάμβανε μόλις $ 3,6 εκατομμύρια τον χρόνο και οι Sonics δεν είχαν χώρο στο salary cap να του κάνουν καλύτερο συμβόλαιο, λόγω της συμφωνίας με τον McIlvaine! Κάπως έτσι, μέσω μιας τριπλής ανταλλαγής ανάμεσα σε Sonics, Bucks και Cavaliers, η γκρίνια του Kemp έλαβε τέλος, η καριέρα του στους Sonics το ίδιο, και μαζί με αυτές η ακμή του ως παίκτης. Παρότι τις επόμενες τρεις χρονιές στους Cavaliers σκόραρε πιο πολύ από ποτέ, πάχυνε και ήταν αδιάφορος στην άμυνα και κοντά στο καλάθι. Καμία σχέση με τον “Reignman” δηλαδή.

Και έτσι έκλεισε και μια εποχή εκκωφαντική όσο λίγες: η εποχή που ο ήχος από τα καρφώματα του Kemp υπερκάλυπτε τις βροντές που ακούγονταν μονίμως στο Seattle.

Στην θέση του Kemp ήρθε ο πολύ καλός τότε Vin Baker, ο οποίος ήταν στα ντουζένια του και προερχόταν από δύο εξαιρετικές χρονιές με αριθμούς 20+ ppg/10+ rpg και ισάριθμες all-star εμφανίσεις. Στο Seattle αγωνιζόταν μόλις 35′ ανά αγώνα, αλλά ήταν ακόμα πιο αποδοτικός, και ανάγκασε τους οπαδούς της ομάδας να ξεχάσουν προσωρινά τον “Reignman”, αλλά και τον McIlvaine, ο οποίος έγινε αυτό που όλοι έβλεπαν, πλην του front office των Sonics: “non factor” και “bust”. Με τον Baker, λοιπόν, να δικαιώνει – προς το παρόν τουλάχιστον – το franchise και τον Payton σε ρόλο απόλυτου ηγέτη, οι SuperSonics έπαιξαν σταθερό μπάσκετ και τερμάτισαν πρώτοι στην Pacific, ισοβαθμώντας με τους Lakers από τους όποιους, όμως, υπερτερούσαν, και τρίτοι σε όλη την λίγκα, με ρεκόρ 61-21, μόλις μια ήττα πίσω από τους Bulls και Jazz. Όμως στην postseason ο Baker εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον Schrempf και τον Payton να κάνουν τρομερές υπερβάσεις, με αποτέλεσμα στον δεύτερο γύρο των playoffs να τους συναντήσει ο αγριεμένος Shaquille O’ Neal, ο οποίος με μέσους όρους 30,6 ppg/9,6 rpg/4 apg/4 bpg στην σειρά, τους καταβρόχθισε. Το πέμπτο και τελευταίο ματς της σειράς ήταν και το τελευταίο του George Karl στην καριέρα του ως προπονητή των Seattle SuperSonics.

Από τότε άρχισε η παρακμή για την ομάδα. Ο Baker έγινε ένας σταθερά καλός δευτερο-τρίτος παίκτης, ο Schrempf ήταν ήδη πάνω από 35 χρονών και ο Payton έμεινε κάποια χρόνια ακόμα να διατηρεί την ομάδα σε τροχιά playoffs, όχι, όμως, πάντα επιτυχημένα, αφού μέχρι τη μετακόμιση τους, οι Sonics έφτασαν μόλις τρεις φορές στην postseason και μόλις μια πιο μακριά από τον πρώτο γύρο.

Είτε λόγω αβλεψίας, είτε λόγω μετακόμισης, πάντως, και με την εξαίρεση εκείνης του Nate McMillan8), καμία φανέλα παίκτη της “χρυσής” δεκαετίας του ’90 δεν έχει αποσυρθεί. Oύτε του Payton – παρότι πλέον και μέλος του Hall of Fame -, ούτε του Kemp, ούτε του Schrempf. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν τους θυμούνται οι λάτρεις της ομάδας. Αντίθετα, δεν τους ξεχνούν με τίποτα. Γιατί όταν δεν ήταν ανασφαλείς, αυτοκτονικοί, απρόβλεπτοι και θρασείς…

…απλά δεν υπήρχε ομάδα σαν αυτούς.

93-94 Seattle Supersonics

Μέρος 3o: Παρακμή και SonicsGate

seattle-supersonics

Μετά τις δύο μεγάλες αποχωρήσεις σε δύο συνεχόμενα καλοκαίρια, του Shawn Kemp το 1997 και του head coach George Karl το 1998, για τα οποία διαβάσατε και στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος για τους Υπερηχητικούς του Seattle, ακολούθησε το lock out του 1999. Ένα lock out που θεωρητικά θα βοηθούσε τους Sonics να μεταπηδήσουν ευκολότερα στην μετά Karl εποχή, πράγμα που φάνηκε να ισχύει στο ξεκίνημα της κουτσουρεμένης σεζόν που ακολούθησε. Τον Γενάρη του 1999 η ομάδα έτρεξε ένα σερί έξι νικών με την επανέναρξη του Πρωταθλήματος. O νέος coach, Paul Westphal, ο άνθρωπος που από τον πάγκο των Phoenix Suns έκοψε τον δρόμο των Sonics για τους Τελικούς του 1993 καθώς τους κέρδισε με 4-31), όμως δεν κατάφερε να κρατήσει την ομάδα στην ίδια τροχιά που ξεκίνησε, και με τον τραυματισμό του Vin Baker που έχασε 16 παιχνίδια, η ομάδα δεν κατάφερε να κάνει τίποτα καλύτερο από το 25-25, χάνοντας έτσι στην ισοβαθμία την συμμετοχή τους στα playoffs, επειδή οι Timberwolves τους είχαν κερδίσει στα δύο από τα τρία μεταξύ τους παιχνίδια μες στη σεζόν. Το μόνο αξιοσημείωτο της σεζόν εκείνης, ήταν οι πρώτες συμμετοχές του Rashard Lewis, ο οποίος αγωνίστηκε σε 20 παιχνίδια (τα επτά εκ των οποίων ως βασικός), χωρίς όμως να έχει χρόνο συμμετοχής ικανό για να αναδείξει το ταλέντο του.

Battle of Seattle

Με την επανέναρξη της επόμενης σεζόν, εκείνης του 1999-2000, το Seattle έχει άλλες ασχολίες, καθώς στα τέλη Νοέμβρη του 1999 η πόλη επιλέχτηκε για να πραγματοποιηθεί ο 3ος γύρος διαπραγματεύσεων του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organisation) για τη διεύρυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Οργανώσεις από όλον τον κόσμο ετοίμασαν διαμαρτυρίες, από μήνες πριν πραγματοποιηθεί η συνάντηση. Οι διαμαρτυρίες αφορούσαν κυρίως τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά και τον ρόλο που θα έχουν τα μικρότερα κράτη στο εμπόριο, καθώς και το πόσο αρνητικά θα επηρεάσει αυτά ο συνεχής αυξανόμενος ρυθμός των εισαγωγών από τις ανεπτυγμένες χώρες.

Οι διαδηλωτές, λοιπόν, ξεκινούν την 30η Νοεμβρίου με ειρηνικές διαμαρτυρίες, κλείνοντας δεκάδες κόμβους στο κέντρο της πόλης μη επιτρέποντας έτσι τους συμμετέχοντες του συνεδρίου να προσέλθουν στο Memorial Stadium που θα έπαιρναν μέρος οι συζητήσεις του WTO. Όμως ο Δήμαρχος Paul Scell, μην περιμένοντας τον συγκεκριμένο τρόπο διαμαρτυριών, και μπροστά στο φιάσκο της μη πραγματοποίησης του συνεδρίου, ύστερα και από πιέσεις του Λευκού Οίκου και του κυβερνήτη της πολιτείας της Washington, κηρύσσει την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, απαγορεύοντας την κυκλοφορία των πολιτών μετά τις επτά το απόγευμα, δίνοντας ταυτόχρονα εντολή στην αστυνομία, αλλά και την εθνοφυλακή, να κάνει χρήση χημικών, πλαστικών σφαιρών, και άμεσων συλλήψεων. Για δύο μέρες οι δρόμοι της πόλης θυμίζουν πεδίο μάχης. Οι διαδηλωτές σημειώνουν ως νίκη το ότι τελικά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν έρχεται σε συμφωνία με τις μικρότερες χώρες και ναυαγούν οι διαπραγματεύσεις, καθώς επίσης και ότι όλοι οι συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι μετά από λίγες μέρες κράτησης. Μάλιστα, στις 16 Ιανουαρίου του 2004 η πόλη του Seattle ήρθε σε συμβιβασμό με τους 157 διαδηλωτές που είχαν συλληφθεί έξω από τη “ζώνη μη-διαμαρτυρίας”, δίνοντάς τους αποζημίωση 250.000 δολαρίων. Και στις 30 Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς, το ομοσπονδιακό δικαστήριο βρήκε το Seattle ένοχο για παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των διαδηλωτών που συνελήφθησαν χωρίς στοιχεία και όρισε αποζημίωση ύψους $ 1 εκατ. Πολύ ωραία ταινία σχετικά, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, είναι το “Battle in Seattle” η οποία εξιστορεί το χρονικό της μίας εβδομάδας στην πόλη και θα την προτείναμε σε όλους/ες, σινεφίλ και μη. Να σημειώσουμε απλά ότι στην ταινία εμφανίζεται και ο μετέπειτα ιδιοκτήτης των Sonics, Howard Schultz, να κάνει δηλώσεις για τα επεισόδια που εξελίχθησαν στο κέντρο της πόλης του Seattle, ως CEO της εταιρίας Starbucks.

Σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές, τα συγκεκριμένα γεγονότα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας για την ανάληψη του χρίσματος του Δημάρχου από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών τον Νοεμβρίο του 2001. Σε αυτές τις εκλογές ο Paul Scell έχασε από τον διάδοχό του, Gregory Nickels, τον Δήμαρχο της πόλης που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, αναφορικά με τον ρόλο που διαδραμάτισε στην αποχώρηση της ομάδας από την πόλη.

Που οφείλεται η κατηφόρα των ’00;

Τα λάθη που έγιναν στην ομάδα μετά την αποχώρηση Kemp και Karl ήταν πολλά, όχι μόνο σε draft picks αλλά και σε άσχημα trades τα οποία δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα ή κέρδος σε βάθος χρόνου για την ομάδα – ξεκινώντας από το 1999 όπου η ομάδα διαλέγει τον Corey Maggette (παίχτη που είδαμε και στην Ελλάδα με τη φανέλα του ΠΑΟΚ) στο #13 του draft, έναν παίκτη που σε 14 χρόνια στο NBA είχε 16 πόντους μέσο όρο, με 45,3% ποσοστό ευστοχίας. Οι ιθύνοντες της ομάδας, όμως, αποφάσισαν να μην επενδύσουν πάνω του, αλλά να τον δώσουν στους Magic, μαζί με τους Dale Ellis, Don MacLean και Billy Owens, με αντάλλαγμα τον -τότε- 34χρονο Horace Grant και δύο picks δευτέρου γύρου. Οι αριθμοί του Grant δεν θυμίζουν σε τίποτα εκείνους που είχε σε Bulls και Magic, και η ομάδα καταφέρνει να μπει στα playoffs από την έβδομη θέση με ρεκόρ 45-37 χάρη στην καλή σεζόν του Vin Baker, με τον Gary Payton στο τιμόνι του οδηγού, αγωνιζόμενος για 41,8 λεπτά μέσο όρο και συμμετέχοντας και στα 82 παιχνίδια της σεζόν. Στην post season, βέβαια, η διαδρομή τους ήταν βραχύβια, καθώς έχασαν από τον πρώτο γύρο με 3-2 από τους Jazz. Η πλήρης ενσωμάτωση του Rashard Lewis στο rotation της ομάδας ήταν το μοναδικό πράγμα που θα θυμόμαστε από την συγκεκριμένη σεζόν. Από την άλλη, αυτό που σίγουρα θα ήθελαν να ξεχάσουν οι φίλοι των Sonics είναι το απίστευτο σερί που έτρεξαν οι Lakers στο μεταξύ τους αγώνα στις 8 Ιανουαρίου του 2000 στην Key Arena. Στο ξεκίνημα του τρίτου δωδεκαλέπτου -10:27 πριν το τέλος της τρίτης περιόδου για την ακρίβεια- οι “Λιμνάνθρωποι” έχαναν με 70-51, ενώ στα 4:05 πριν το τέλος του αγώνα ο φωτεινός πίνακας του γηπέδου έγραφε 83-103 υπέρ της ομάδας του Los Angeles. Ένα σερί 13-52, δηλαδή, μέσα σε μόλις 18:22 αγωνιστικά λεπτά.

Οι κακές κινήσεις είχαν δυστυχώς και συνέχεια, μιας και η διοίκηση της ομάδας του Seattle πίστεψε ότι ο Patrick Ewing ήταν η λύση στο κενό της ομάδας στη θέση του center, ξεχνώντας ένα πολύ σημαντικό πράγμα: ότι ο Ewing εκείνο το καλοκαίρι είχε κλείσει τα 38 του χρόνια και τα γόνατά του είχαν πάψει προ πολλού να τον κρατάνε. Το μεγαλύτερο λάθος, βέβαια, ήταν ότι για να τον αποκτήσουν υποθήκευσαν και το μέλλον τους, καθώς για αντάλλαγμα έδωσαν το πρώτο τους pick του 2002, όπως επίσης και δύο picks δεύτερου γύρου, του 2002 και του 2003. Στο draft εκείνου του καλοκαιριού η ομάδα επέλεξε τον Desmond Mason, μία καλή επιλογή αν αναλογιστούμε το πόσο φτωχό ήταν το pool εκείνης της χρονιάς. Μέσα στην σεζόν ο Ewing, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν μπόρεσε να προσφέρει πολλά πράγματα, για την ακρίβεια είχε τους μικρότερους -μέχρι εκείνη την σεζόν- μέσους όρους σε πόντους και rebounds, με 9,6 και 7,4 αντίστοιχα, αριθμούς που έριξε ακόμα περισσότερο την επόμενη -και τελευταία του αγωνιστικά- χρονιά στο Orlando. Κάπως έτσι η ομάδα καταλήγει 10η, παρά το θετικό ρεκόρ της με 44-38, στην πολύ δυνατή εκείνη τη σεζόν Δυτική Περιφέρεια.

Το καλοκαίρι του 2001 οι Sonics επιλέγουν στο #12 τον Vladimir Randmanovic και μας δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τον Βόσνιο forward να παίζει μπάσκετ με κοτσιδάκια. Η επιλογή μπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο απαράδεκτη, ειδικά αν δει κανείς τα ονόματα που προσπέρασαν οι Sonics: R.Jefferson (#13), Z.Randolph (#19), G.Wallace (#25), T.Parker (#28) και G.Arenas (#31)…

nba_hair_radmanovic

Ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε κάποιον από το χτένισμα του, θα πείτε. Οπότε ας αφήσουμε τον Phil Jackson να μας προσφέρει την απαραίτητη τεκμηρίωση για τον “The Sniper”, από την εποχή που συνυπήρχαν στους Lakers:

“He’s a space cadet. He could be on Mars. I know it’s not on Venus, but he could be on Mars. He’s one of those guys that you go like, ‘Do you understand really what we’re trying to get accomplished here?’ And he’ll go, ‘Yeah, I know what’s going on.’ And then you ask him the next day if he knows that and he goes like, ‘Yeah, sure.’ And then you go, ‘OK, demonstrate it to me,’ and he’ll lose [focus].”

Με τον πρώην άσσο της ομάδας, τον Nate McMillan, να κάθεται στην άκρη του πάγκου από τα μέσα της προηγούμενης σεζόν, οι Sonics καταφέρνουν να επανέλθουν στα playoffs, κερδίζοντας ένα μόλις περισσότερο παιχνίδι από την προηγούμενη. Ο Rashard Lewis πλέον έχει γίνει το δεύτερο βιολί μετά τον Gary Payton και στο Seattle ελπίζουν σε καλές μέρες, οι οποίες φυσικά δεν ήταν εύκολο να έρθουν άμεσα. Και τούτο καθώς το επόμενο καλοκαίρι η ομάδα δεν έχει pick πρώτου γύρου, και σαν να μην έφτανε και αυτό, κάνει μια κάκιστη ανανέωση, αφού ψάχνοντας ψηλό μετά την αποχώρηση του Vin Baker για τους Celtics λόγω ηλικίας (και αλκοόλ), προσφέρουν στον Jerome James τριετές συμβόλαιο αξίας $ 15 εκατ. Κι αν το νούμερο δεν φαντάζει εξωφρενικό με τα σημερινά δεδομένα, αρκεί κανείς να θυμίσει πως τότε στην ομάδα ο μόνος παίχτης που αμοιβόταν με πάνω από $ 10 εκατ. ήταν ο Payton που έπαιρνε $ 12 εκατ.. Και τα $ 15 εκατ. πήγαν σε έναν παίκτη που τελείωσε την 9ετή καριέρα του στο NBA με μέσους όρους 4,3 pts, 3,1 rebs, 1,1 blks σε 13,3 λεπτά συμμετοχής…

Υποστολή σημαίας

Η σεζόν 2002-03 δεν ξεκίνησε με τους καλύτερου οιωνούς για τους Sonics, και ο λόγος ήταν ο star της ομάδας, Gary Payton. Ο Καλιφορνέζος guard, ο οποίος είχε ζητήσει από την προηγούμενη σεζόν νέο συμβόλαιο, δεν πήγε στη media day τον Σεπτέμβριο του 2002, δίνοντας πάτημα στον ιδιοκτήτη Howard Schulz να κατηγορήσει τον Payton ότι λείπει από τη “δουλειά” του, δηλώνοντας χαρακτηριστικά:

“Κάθε ομάδα του NBA ξεκίνησε να δουλεύει σήμερα και όλοι ήρθαν στην εργασία τους εκτός από έναν παίκτη. Άκουσα πολλά αυτό το καλοκαίρι: ‘ότι ο Gary νιώθει απογοητευμένος’, αλλά ας βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους. Είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους guards στο NBA. Την ερχόμενη σεζόν θα βγάλει σχεδόν $ 13 εκατ. και δεν γνωρίζω πολλούς Αμερικάνους να βγάζουν τόσα λεφτά. Εκτός από αυτά βέβαια, είναι και η πρώτη μέρα στην δουλειά σήμερα και λείπει, νιώθω ότι δεν μας σέβεται.”

Ο Payton είναι η αλήθεια ότι για χρόνια ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης της ομάδας, και ο μοναδικός που από το 1996 που υπέγραψε το δεύτερο συμβόλαιό του, το πρώτο μετά το rookie του, είχε διαρκώς οκταψήφιο νούμερο δολαρίων να αναγράφεται σε αυτό κάθε χρόνο. Από την άλλη βέβαια, ίσως έβλεπε ότι ήταν δύσκολο για την ομάδα που έμπαινε σε ένα rebuild mode να δώσει μεγάλο συμβόλαιο σε έναν 34χρονο, και ας ήταν ο μεγάλος της αστέρας. Από νωρίς μέσα στη σεζόν, λοιπόν, μπήκε ταφόπλακα στις όποιες πιθανότητες υπήρχαν οι Sonics να δώσουν νέο συμβόλαιο στον μελλοντικό Hall of Famer, και ας προσπάθησε ο manager του παίκτη να υποβαθμίσει το γεγονός της απουσίας του. Ο Payton έκανε εύκολη την δουλειά του GM, ο οποίος πλέον είχε πάρει το “ok” από την διοίκηση της ομάδας να ψάξει ομάδα για να δώσει τον βασικό της point guard.

Μέσα σε αυτά τα προβλήματα η ομάδα δείχνει να μην πτοείται, ξεκινώντας με ρεκόρ 8-2 στα πρώτα δέκα παιχνίδια. Όμως μετά τα μέσα του Νοέμβρη έρχονται οι ήττες, με τον Payton να σουτάρει με τα χειρότερα ποσοστά δεκαετίας. Μετά την ήττα από τους Denver Nuggets στο Key Arena στο πρώτο παιχνίδι του 2003 η ομάδα πέφτει στο 16-16 και το ποσοστό για την υπόλοιπη σεζόν δεν θα ξανανέβει πάνω από το .500. Στις 20 Φλεβάρη, και ενώ η ομάδα έχει ρεκόρ 22-30, έρχεται και η ανακοίνωση του πολυπόθητου trade, με τον Gary Payton να φεύγει για το Millwauke, συναντώντας ξανά τον Karl και την ελπίδα να ξαναζήσουν τις πετυχημένες μέρες του Seattle, παρέα με τον Desmond Mason. Την αντίθετη κατεύθυνση παίρνουν οι Ray Allen, Ronald “Flip” Murray, Kevin Ollie και το πρώτο pick των Bucks για το 2003. Ο Payton αποχωρεί από την “Πόλη της Βροχής” όντας πρώτος σε πόντους (18.207), σε λεπτά συμμετοχής (36.858), assists (7.384) και αριθμό αγώνων (999 κανονική περιόδου και 94 playoffs) στην Ιστορία του franchise μετά από 12,5 αγωνιστικές σεζόν. Ο μεγαλύτερος trash talker -σύμφωνα με τον Shaquille O’Νeal- θα αποχωρήσει και ένας κύκλος κλείνει για την ομάδα των Sonics, μιας και ο Payton ήταν ο τελευταίος παίκτης που είχε απομείνει από το ρόστερ της ομάδας που έχασε στους Τελικούς από τους Bulls.

Τη διετία 2003-05 η ομάδα δεν καταφέρνει να προκριθεί στην post season, όμως ως συνήθως δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί ούτε τα υψηλά της picks για να προσθέσει έναν ποιοτικό παίκτη στην δυάδα των Αllen και Lewis. Οι επιλογές στα drafts το 2004, 2005 και 2006 είναι απελπιστικές, καθώς η διοίκηση, προσπαθώντας να βρει έναν ψηλό για να προσθέσει στο ρόστερ, θα προσπεράσει παίκτες ικανούς να την ανεβάσουν επίπεδο ή να γίνουν διαπραγματευτικά ατού για ενδεχόμενα trades. Συγκεκριμένα, παίχτες όπως οι Al Jefferson (#15) και Kevin Martin (#26) το 2004, David Lee (#30) και Monta Ellis (#40) το 2005, αλλά και Rajon Rondo (#21), Kyle Lowry (#24), Paul Millsap (#47) το 2006, ανγοήθηκαν από τον GM Rick Sund, ο οποίος προτίμησε τους Robert Swift (#12) το 2004, Johan Petro (#25) το 2005 και Mouhamed Sene (#10) το 2006, παίκτες δηλαδή που δεν κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στο επίπεδο ΝΒΑ με συνέπεια.

Μοναδική παρένθεση στις κακές σεζόν της ομάδας υπήρξε η σεζόν 2004-05, όταν και ο Nate McMillan κατάφερε να δημιουργήσει μια ομάδα με τους Allen και Lewis να σκοράρουν από 23,9 και 20,3 πόντους ανά παιχνίδι αντίστοιχα. Η ομάδα σουτάρει πολλά τρίποντα (δεύτεροι σε προσπάθειες και σε εύστοχα σουτ τριών πόντων) και παραδόξως κάνει λίγα λάθη. Οι Sonics τη χρονιά εκείνη τερματίζουν τρίτοι, με το τέταρτο καλύτερο ρεκόρ2). Η συμμετοχή της ομάδας στα playoffs ήταν και η τελευταία της ως Sonics.

Η τύχη τους χαμογελά

Μετά από τόσες αποτυχημένες προσπάθειες στις επιλογές των drafts, η τύχη χαμογελάει στους Sonics το καλοκαίρι του 2007. Στο συγκεκριμένο draft οι Sonics έχουν το #2. Στο προτελευταίο τους draft ως Sonics3) και 17 χρόνια μετά την επιλογή του Gary Payton, οι Sonics διαλέγουν ξανά από την δεύτερη θέση του επιλέγοντας έναν παίκτη που θα μπορέσει να τους ξαναβάλει στα ψηλά ράφια της λίγκας. Ο Kevin Durant είναι ο παίκτης που αφήνουν οι Blazzers για αυτούς, επιλέγοντας το εύθραυστο ταλέντο του Oden στο #1, και το Seattle πανηγυρίζει.

rwestbrook-kdurant-sonics

Τι λέτε τους πήγαιναν περισσότερο τα πράσινα;

SonicsGate

Αιτία του παρόντος αφιερώματος του Ball Hog αποτελεί το γενονός πως από τη σεζόν 2008-09 οι Sonics δεν βρίσκονται στον αγωνιστικό χάρτη του Seattle. Και από αυτό το σημείο του κειμένου θα ξετυλίξουμε το κουβάρι των γεγονότων για το πως η πόλη επέτρεψε στο NBA τόσο εύκολα να δώσει το “ok” για την μετακίνηση του francise στην Oklahoma και τη μετονομασία του σε “Thunder”. Καταρχάς θα πρέπει να αναφέρουμε ότι όλα βρίσκονται στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Sonicsgate4).

Με τον χρόνο πια να έχει περάσει, και εξετάζοντας τα πράγματα με την ψυχραιμία της απόστασης, και αφού αυτά έχουν πάρει τον δρόμο τους, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι κακοί οιωνοί είχαν αρχίσει, από αρκετά νωρίτερα από το 2007, όταν και ο Bennett πήρε την απόφαση να μεταφέρει την ομάδα στην Oklahoma. Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του 2004 ο τότε ιδιοκτήτης της ομάδας -και κατά πολλούς ένας από τους βασικότερους υπεύθυνους της μετακόμισης- ο Howard Schulz, έκανε μερικές δηλώσεις για την ανεπάρκεια της Key Arena, προσθέτοντας μάλιστα πως οι μισθοί των παικτών σε σχέση με το 2001 είχαν πάει στα ύψη. Αντίθετα, τα έσοδα της ομάδας από το γήπεδο έμεναν σταθερά, καθώς η επίσημη χωρητικότητα του γηπέδου τα χρόνια εκείνα ήταν μόλις 17.702 (αν και οι Sonics είχαν sold out σε όλα τους τα παιχνίδια). Φτάνοντας στο 2005, οι Αρχές της πόλης, παρότι η πορεία της ομάδας είναι καλή και αυτή έχει καταφέρει να μπει στα playoffs από την τρίτη θέση, αρνούνται να επαναδιαπραγματευτούν τη σύμβαση για την Key Arena και να επιτρέψουν στους Sonics να φτιάξουν νέο γήπεδο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κάποιες δηλώσεις του Nick Licata -Δημοτικού Συμβούλου της πόλης του Seattle- ότι μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων της πόλης δεν θα στεναχωρηθεί αν αποχωρήσουν οι Sonics, συνετέλεσαν ώστε να ανάψουν φιτίλια στους φίλους της ομάδας, με τις πρώτες σκέψεις ότι “τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται σίγουρο” να κάνουν την εμφάνισή τους.

Στο σημείο αυτό, όμως, αξίζει να αναφερθεί πως οι έτερες μεγάλες ομάδες της πόλης, οι Mariners στο Baseball και οι Seashawks στο Football, είχαν χτίσει νέα γήπεδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 με την βοήθεια των Αρχών αυτής. Χαρακτηριστικό είναι πως στην περίπτωση των Mariners οι πολίτες είχαν ψηφίσει “Όχι” στο ενδεχόμενο φόρου για την ανέγερση του γηπέδου της ομάδας, όμως μετά την πολύ καλή αγωνιστική σεζόν και την καλή πορεία στα playoffs του 1995, οι Αρχές πίεσαν -και κατάφεραν- να κάνουν αποδεκτό το αίτημα της ομάδας για κατασκευή νέου γηπέδου. Το κόστος ανέγερσης αυτού έφτασε στα $ 517,6 εκατ., εκ των οποίων τα $ 340 τα πλήρωσαν οι φορολογούμενοι της πόλης. Στην δε περίπτωση των Seahawks, ο πρώην ιδιοκτήτης της ομάδας πίεσε την πόλη για να του χτίσει ένα νέο γήπεδο, φτάνοντας -προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του- μέχρι και να μεταφέρει τα γραφεία της ομάδας στο Anaheim της California. Μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, ο κυβερνήτης της Washighton έπεισε τον συνιδρυτή της Microsoft, Paul Allen, να αγοράσει την ομάδα με αντάλλαγμα να τρέξει μια καμπάνια υπέρ του “Ναι” για το δημοψήφισμα που έγινε στην πολιτεία για οικονομική βοήθεια σε επαγγελματική ομάδα. Τελικά το “Ναι” επικράτησε με το οριακό 50,1% και οι Seahawks, υπό την ιδιοκτησία του Paul Allen πια, έχτισαν νέο γήπεδο αξίας $ 430 εκατ. Χαρακτηριστικό το σκίτσο που ακολουθεί, για τον τρόπο που σώθηκαν οι Seashawks. Αριστερά ο παλιός ιδιοκτήτης Ken Behring, δεξιά ο Paul Allen, και με τον χαρτοφύλακα στο χέρι ο Κυβερνήτης Gary Locke.

save-seahawks

Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, ο David Stern είχε κάθε λόγω να θεωρεί ότι το Seattle δεν έδειχνε καμία έμπρακτη διάθεση να κρατήσει τους Sonics. Παρόλα αυτά, όμως, στις 23 Φεβρουαρίου 2006 βρέθηκε στο πλευρό του Howard Schulz, ο οποίος θέλησε να συναντηθεί με τις τοπικές αρχές για να τους προτείνει μία ριζική ανακαίνιση της Key Arena. Η παρουσία του Stern είχε να κάνει περισσότερο -όπως και ο ίδιος δήλωσε- για να διαπιστώσει αν οι Αρχές της πόλης θα συμπεριφερθούν στο NBA ανάλογα με τις άλλες επαγγελματικές λίγκες. Έναν χρόνο αργότερα ο κομισάριος του NBA σε δηλώσεις του στην media day του All Star Game στο Phoenix ανέφερε ότι το δικαστικό σώμα αρνήθηκε να συνεχίσει έναν πολιτειακό φόρο που είχε θεσπιστεί για να βοηθήσει τους Mariners και τους Seahwaks για να τον εκμεταλλευτούν και οι Sonics με τη σειρά τους.

Βέβαια, οι φίλοι της ομάδας των Sonics θεώρησαν ότι η συνάντηση με τις Αρχές και η πρόταση για αναμόρφωση της Key Arena ήταν για τα μάτια του κόσμου, και πως ο Schulz δεν την είχε προετοιμάσει σωστά, κατηγορώντας τον μάλιστα ότι είχε ήδη το μυαλό του στην πώληση της ομάδας.

Αλλαγή σκυτάλης στην ιδιοκτησία: “Το μοιραίο λάθος”

Μερικούς μήνες αργότερα από την συνάντησή του με τις Αρχές του Seattle, και μην μπορώντας να βρει μία λύση που θα του επέτρεπε να συνεχίσει να είναι ιδιοκτήτης των Sonics χωρίς να έχει οικονομικές ζημιές, ο Schulz ανακοινώνει την πώληση της ομάδας σε ομάδα επιχειρηματιών. Συγκεκριμένα, στις 18 Ιουλίου 2006 ο Schulz, σε κοινή συνέντευξη τύπου με τους νέους ιδιοκτήτες, ανακοινώνει ότι αποχωρεί από τους Sonics γιατί δεν αντέχει να χάνει λεφτά. Το παράδοξο της πώλησης των Sonics είναι ότι οι νέοι ιδιοκτήτες δεν έχουν καμία σχέση με την πόλη του Seattle, καθώς όλοι είναι επιχειρηματίες με συμφέροντα στην Oklahoma. Εκτός αυτού, ο Schulz μέσα σε έξι χρόνια έβγαλε μόνο από το αλισβερίσι για τους Sonics $ 150 εκατ., καθώς τους αγόρασε έναντι $ 200 εκατ. και τους πούλησε για $ 350 εκατ., ενώ την ίδια περίοδο το περιοδικό Forbes εκτιμούσε την αξία της ομάδας στα $ 234 εκατ.

SEATTLE - JULY 18: Clayton I. Bennett at a press conference to announce him as the new controlling owner of the Seattle SuperSonics recieves a Sonics Jersey from current owner Howard Schultz July 18, 2006 in Seattle, Washington. NOTE TO USER: User expressly acknowledges and agrees that, by downloading and or using this photograph, User is consenting to the terms and conditions of the Getty Images License Agreement. Mandatory Copyright Notice: Copyright 2006 NBAE. (Photo by Jeff Reinking/NBAE via Getty Images) *** Local Caption *** Clayton I. Bennett

Αριστερά ο Schulz και δεξιά ο νέο ιδιοκτήτης Clay Bennett.

Ο βασικός επιχειρηματίας του γκρουπ από την Oklahoma ήταν ο Clay Bennett, ένας επιχειρηματίας που διατηρούσε εταιρία επενδύσεων στην οποία και έβαζε τα πολλά εκατομμύρια δολάρια από τις επιχειρήσεις της οικογένειας της γυναίκας του. Η οικογένεια της Louise Gaylor ήταν οι ιδιοκτήτες της μεγαλύτερης εφημερίδας της Oklahoma, της “The Daily Oklahoman”. Επίσης, ο Bennett την δεκαετία του ’90 είχε αγοράσει ένα μικρό μερίδιο των San Antonio Spurs και ήταν ο αντιπρόσωπος της ομάδας στο συμβούλιο των ιδιοκτητών. Καλός φίλος του τότε ακόμα κομισάριου David Stern, και ο άνθρωπος που τον βοήθησε να μεταφέρει τους New Orleans Hornets στην Oklahoma για ενάμιση χρόνο, όταν ο τυφώνας Katrina χτύπησε την πόλη της Louisiana.

Οι πρώτες δηλώσεις του νέου ιδιοκτήτη είχαν να κάνουν με τον καθησυχασμό της κοινής γνώμης του Seattle ότι οι Sonics δεν πρόκειται να φύγουν από την πόλη τους. Όμως οι φίλαθλοι του Seattle είχαν κάθε λόγο να ήταν καχύποπτοι, μιας και ο ίδιος είχε κάνει δηλώσεις πέντε μήνες πριν σε μέσα της Oklahoma ότι ψάχνουν ομάδα για να μπορέσουν να την μεταφέρουν στην πόλη τους. Η μεταστροφή του σε ότι έχει να κάνει με την σίγουρη παραμονή της ομάδας στο Seattle δεν αργεί να έρθει, και αυτό συμβαίνει 14 μήνες μετά. Από τον Σεπτέμβριο του 2007 σε δηλώσεις του αναφέρει ότι η Key Arena δεν είναι γήπεδο που μπορούν να παίξουν οι Sonics και αν δεν βρεθεί λύση υπάρχει πάντα η μεγάλη πιθανότητα να φύγει η ομάδα από την πόλη.

Η ψηφοφορία των πολιτών ήταν η ταφόπλακα;

Όμως η βάση των δηλώσεων αυτών είχαν τον Νοέμβριο του 2006, όπου μια πρωτοβουλία πολιτών φέρνει σε δημοψήφισμα έναν νόμο ο οποίος αναφέρει ότι για οποιαδήποτε χρηματοδότηση αθλητικών εγκαταστάσεων στην πόλη του Seattle θα πρέπει να έχει άμεση επιστροφή στους πολίτες της πόλης. Οι φορολογούμενοι του Seattle ψηφίζουν “Ναι” στον νόμο, με μεγάλο μάλιστα που φτάνει το 74%. Όπως γίνεται αντιληπτό ο συγκεκριμένος νόμος φωτογράφιζε την ανακαίνιση της Key Arena και οι φίλοι της ομάδας κατηγορούν τις Αρχές της πόλης ότι δεν έγινε σωστά το δημοψήφισμα, καθώς ο κόσμος που ψήφισε δεν γνώρισε πραγματικά τα πλεονεκτήματα μιας πιθανής ανακαίνισης της Key Arena.

Ο Bennett, παρόλα αυτά, έδειχνε ότι είχε ως απώτερο σκοπό να μην μείνει η ομάδα στο Seattle. Τον Φλεβάρη του 2007, λοιπόν, ζητάει και πετυχαίνει ακρόαση από το πολιτειακό συμβούλιο, για μία πρόταση για γήπεδο αξίας $ 500 εκατ. στην πόλη Renton, περίπου 39 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Seattle. Όμως σύμφωνα με πληροφορίες ανθρώπων που παρακολούθησαν την ακρόαση, από τη δυναμική που είχαν οι διοικούντες των Sonics για την πρόταση, τους φάνηκε ότι ήταν απλά μία κίνηση εντυπωσιασμού.

Πλέον γίνεται σε όλους αντιληπτό ότι ο Bennett δεν έχει την παραμικρή διάθεση να αφήσει την ομάδα στο Seattle, και την είδηση αυτή επιβεβαιώνουν και μικρές κινήσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στο δυναμικό της ομάδας, καθώς ο πρόεδρος και παλιά δόξα των Sonics, Lenny Wilkens, παραιτείται μετά από διαφωνίες με τους ιδιοκτήτες. Ακόμη, δεν ανανεώνονται τα συμβόλαια των Jack Sikma και Detlef Schrempf οι οποίοι είχαν θέσεις βοηθού προπονητή. Κινήσεις που γίνονται για να μειωθούν οι μισθοί και να γίνει πιο εύκολα η μεταφορά της ομάδας. Τέλος, το κερασάκι στη τούρτα, είναι η αίτηση για διαιτησία που συμπληρώνει ο Bennett για να λύσει την σύμβαση με την Key Arena, η οποία έληγε το 2010. Και όλα αυτά, φυσικά, με την διακριτική υποστήριξη του David Stern, ο οποίος όπου σταθεί και όπου βρεθεί αναφέρει την Key Arena ως μία ζημιογόνο αρένα.

Οι κινήσεις της τελευταίας χρονιάς και η μεγάλη χαμένη ευκαιρία

sonicssos1

Η σημαντικότερη προσπάθεια που έκανε ο Δήμαρχος της πόλης για να βοηθήσει την ομάδα ήταν να καταθέσει αγωγή ενάντια στους ιδιοκτήτες της ομάδας των Sonics για να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια να σπάσει η σύμβαση της Key Arena.

Όμως οι ιδιοκτήτες δεν δείχνουν να πτοούνται και συνεχίζουν το έργο τους. Επόμενο επεισόδιο, στις αρχές του 2008, είναι η απόφαση της πώλησης των Seattle Storms, απόφαση που δεν είναι καθόλου τυχαία και έχει να κάνει με το μέλλον των Sonics που πλέον μοιάζει δυσοίωνο.

Μια αχτίδα φωτός είδαν τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς οι φίλοι των Sonics. Αυτή ήταν η πρόταση του Steve Ballmer να αγοράσει την ομάδα και να επενδύσει ο ίδιος $ 150 εκατ. για την ανακαίνιση της Key Arena. Ήταν η τελευταία ελπίδα της πόλης του Seattle να διατηρήσουν τους Sonics, όμως και πάλι το δικαστικό σώμα που έπρεπε να πάρει την απόφαση, για το αν θα επιτρέψει στην πόλη να ξοδέψει μερικά εκατομμύρια φορολογούμενων, αποφάσισε ότι αυτό δεν θα γίνει. Μετά την αρνητική τροπή της πρότασης Ballmer και την ψηφοφορία των ιδιοκτητών του NBA στις 18 Απριλίου του 2008, στην οποία με 27-2, με μόνο τους Mark Cuban των Dallas Mavericks και Paul Allen, ιδιοκτήτης των Portland Trail Blazzers, αλλά και των Seattle Seahawks, όπως είδαμε ανωτέρω, να καταψηφίζουν την πρόταση, επέτρεπαν τη μεταφορά του franchise στην Oklahoma. Mοναδική ελπίδα που είχε απομείνει στους φίλους των Sonics ήταν το δικαστήριο για την λύση της σύμβασης με την Key Arena στις αρχές του Ιουνίου του 2008.

Παράλληλα, στην Key Arena διαδραματίζονται ιστορικές στιγμές, με τους φιλάθλους να ζούνε κάθε παιχνίδι ξεχωριστά, μιας καιν είχαν ήδη αρχίσει να σκέφτονται ότι μπορεί να είναι τα τελευταία παιχνίδια της ομάδας στο συγκεκριμένο γήπεδο. Χαρακτηριστικά είναι τα videos που ακολουθούν από το τελευταίο παιχνίδι στην Key Arena απέναντι στους Dallas Mavericks.

Πίσω στις δικαστικές αίθουσες, όμως, παρότι πλέον το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Το δικαστήριο, λοιπόν, ξεκίνησε στις 16 Ιουνίου του 2008 και ήταν μια σκληρή δίκη με τους δύο βασικούς μάρτυρες να είναι ο Δήμαρχος Greg Nickels και ο ιδιοκτήτης των Sonics Clay Bennett. Η δίκη κράτησε μερικές εβδομάδες και για το σύνολο των ημερών που αυτό διήρκεσε, έξω από το δικαστήριο υπήρχαν φίλοι των Sonics με πλακάτ που ζητούσαν να παραμείνει η ομάδα τους στο Seattle. Όμως αυτό που θα ακολουθούσε για αυτούς ήταν το χειρότερο χτύπημα. Στις 2 Ιουλίου 2008, και ενώ ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει βγάλει την απόφαση, ανακοινώνεται ότι υπήρξε συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο πλευρές και οι Nickels και Bennett ετοιμάζουν συνεντεύξεις τύπου για να κάνουν γνωστούς στο κοινό τους όρους της συμφωνίας. Αυτή έλεγε ότι οι επιχειρηματίες από την Oklahoma θα δώσουν $ 75 εκατ. στην πόλη του Seattle, σε δύο δόσεις, όπου τα $ 45 εκατ. θα δίνονταν άμεσα και άλλα $ 30 εκατ. μέχρι το 2013 αν η πόλη δεν έχει μέχρι τότε δική της ομάδα στο NBA. Σε αντάλλαγμα θα λυνόταν το συμβόλαιο με την Key Arena και η ομάδα θα ήταν ελεύθερη να μετακινηθεί.

Με τον τρόπο αυτό ο Bennett έκανε την επιθυμία του πραγματικότητα και πήρε την ομάδα στην Oklahoma. Το πιο τραγικό της όλης υπόθεσης, όμως, είναι ότι οι Oklahoma City Thunder πήραν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την ιστορία των Seattle SuperSonics καθώς επίσης και το δικαίωμα να μην την επιστρέψουν σε περίπτωση που το Seattle αποκτήσει άλλη ομάδα μπάσκετ στο μέλλον. Και αυτό δίνει αυτοδικαίως το δικαίωμα στον Jeff Van Gundy να ωρύεται στις περιγραφές των Thunder ότι δεν είναι η συνέχεια των Sonics.

Οι φίλοι των Sonics, όπως ήταν αναμενόμενο, ένιωσαν προδομένοι από την απόφαση του Δημάρχου να συμβιβαστεί με τον Bennett, καθώς θεωρούσαν ότι θα κέρδιζαν τη δίκη και θα κρατούσαν τουλάχιστον για δύο χρόνια ακόμα -όσο κρατούσε και η σύμβαση με την Key Arena- τους Sonics στο σπίτι τους. Από την άλλη, ο Greg Nickels απάντησε ότι αποδέχτηκε την πρόταση καθώς ήθελε η πόλη του να έχει καλή σχέση με το NBA για να είναι πρώτη υποψήφια σε περίπτωση μελλοντικού expansion.

The end (?)

Τι μας έμεινε, λοιπόν, από τους SuperSonics;

Θα θυμόμαστε ορισμένους από τους πιο underrated all-stars όλων των εποχών: Gus Williams, Dennis Johnson5), Spencer Haywood, Dale Ellis, Tom Chambers, Xavier McDaniel.

Θα νοσταλγούμε όλους τους “soldiers of fortune” παιχταράδες που πέρασαν από την “άγονη γραμμή” της πολιτείας της Washington και από το ελληνικό πρωτάθλημα στις δόξες του.

Θα αναλύσουμε όλα τα πιθανά “what if” σενάρια, στα οποία ο Pippen μένει και δεν έρχεται ποτέ ο Polynice, ο Maggette δεν δίνεται ανταλλαγή για το ζόμπι του Horace Grant, ο Mason και ο Payton μένουν μαζί με τον Lewis για να κρατήσουν την ομάδα σε πορεία playoffs μέχρι να παραδώσουν τη σκυτάλη στο ταλέντο του Durant (κάτι που χρονικά βγαίνει “just”) ή ακόμα κι αν ο Allen όντως έρχεται από το Milwaukee, σίγουρα δεν καταλήγει στην Βοστόνη για τον Jeff Green.

Θα συνεχίσουμε να αγαπάμε την πόλη του Seattle για τον Jimi Hendrix, για τον Cobain, για τον Vedder και για όλους τους μουσικούς ήρωες που κράτησαν πολλούς από εμάς (άλλους το metal, άλλους το hip-hop, άλλους οι “Britpop Big Four”) ζωντανούς σε ανθρώπινα καταφύγια, όσο η Ελλάδα εξερευνούσε όλες τις λάθος χρήσεις του κλαρίνου, του μπουζουκιού και του τουμπερλεκίου, μέχρι να γίνει η πρώτη πρωτεύουσα του νέου κινήματος αντίδρασης των νέων απέναντι στην παγκοσμιοποίηση.

Θα καθηλωθούμε μπροστά στην οθόνη κάθε -μα κάθε- φορά να παρακολουθήσουμε κάποιο highlight που θα δείχνει πέντε τύπους σε ένα θολωμένο χρυσοπράσινο φόντο να τρέχουν με σάλπισμα και να σταματούν μόνο όταν η μπάλα -σαν απομαγνητισμένη- φύγει από τα ακροδάχτυλα του Payton για να καταλήξει σε ένα ακόμα above the rim play.

Kαι το σημαντικότερο: θα ανοίξουμε τις κούτες των πιο ωραίων μας χρόνων για να ανασύρουμε την καλύτερη εμφάνιση ever6) την πράσινη-πορτοκαλί-λευκή-μπορντώ φανέλα του ’96, η οποία έστελνε ένα μεγάλο κωλοδάχτυλο σε όσους φόραγαν το #23 των Bulls ή το #32 των Magic στα ανοιχτά γήπεδα που μεγαλώσαμε.

Και θα βγούμε ξανά εκεί έξω να σουτάρουμε μέχρι να δύσει ο ήλιος. Σαν τον Dale Ellis. Σαν τον Ray Allen. Σαν τον Kevin Durant.

 

Πηγή: theballhog.net