Against the Game-Ποιο θέαμα;

664

Against the Game
Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη

Άκουσα πολλά τις τελευταίες μέρες για το πόσο καλό ματς ήταν ο τελικός κυπέλλου του περασμένου Σαββάτου, ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Οι πρώτοι διθύραμβοι προήλθαν από τον εκφωνητή του ματς, κάτι που ουδόλως με ξένισε, μιας και ΕΡΤ είσαι, πρέπει να διαφημίσεις και λίγο το προϊόν, είναι δύσκολοι οι καιροί. Από κει και πέρα όμως, παρόμοια σχόλια εισέπραξα και από φίλους και γνωστούς, και με έκαναν να νιώσω το λιγότερο περίεργος, το περισσότερο εμπαθής και κομπλεξικός. Γιατί εγώ στο παρκέ του Ελληνικού δεν είδα καμιά υπέρλαμπρη παράσταση από δύο μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Και τονίζω ιδιαιτέρως το «ευρωπαϊκές», γιατί για τα ελληνικά δεδομένα οι δύο αιώνιοι της Αθήνας μοιάζουν να έχουν κατέβει από τον πλανήτη Δία…
Πέραν του δεδομένου ενδιαφέροντος που προσφέρει ένα ματς που κρίνεται στον πόντο, δε νομίζω ότι οι δύο αντίπαλοι πρόσφεραν κάποιο ιδιαίτερο μπασκετικό θέαμα. Πολύ περισσότερο, δε δικαιολόγησαν σε καμιά περίπτωση με τον τρόπο που αμφότεροι ανταπεξήλθαν στις ιδιαίτερες καταστάσεις του ματς τον τίτλο της μεγάλης ομάδας. Οι πράσινοι δε θυμίζουν σε τίποτα την ευχέρεια λύσεων στην επίθεση που είχαν τα τελευταία χρόνια. Ο Διαμαντίδης περνάει περίοδο παρατεταμένου ντεφορμαρίσματος και κάνει πολύ περισσότερο κακό στην επιθετική λειτουργία της ομάδας παρά καλό. Δίπλα σε αυτό, το αδιαμφισβήτητο ειδικό του βάρος αναγκάζει τον Ομπράντοβιτς να επιμένει πάνω του, περιμένοντας τη στιγμή που θα ρολάρει, η οποία, με βάση τα μέχρι σήμερα φετινά του πεπραγμένα, λυπάμαι αλλά δε θα έρθει ποτέ. Τη στιγμή που ο Ολυμπιακός είχε επιστρέψει στο ματς και άρχιζε σιγά σιγά να χτίζει διαφορά, ο αρχηγός του Παναθηναϊκού έκανε τη μια λάθος επιλογή μετά την άλλη και το παιχνίδι των πρωταθλητών είχε κολλήσει σε ένα συνεχές πικ στην κορυφή, στο οποίο ο Διαμαντίδης λίγο έλειψε να βρει πετρέλαιο κάτω από το παρκέ μετά τις πρώτες 129 του τρίπλες. Δεν είναι να απορεί κανείς που, όταν ο Ομπράντοβιτς το πήρε απόφαση και τον απέσυρε, η κίνηση της ομάδας απελευθερώθηκε με την μπάλα στα χέρια του Γιασικεβίτσιους και το παιχνίδι γύρισε. Μπορεί ο Σάρας να είναι πια πιο κοντά στα 40 από ότι στα 30, μπορεί να παραπατάει και καμιά φορά, μπορεί να χάνει μέχρι και βολές, ανήκουστο μέχρι πριν λίγα χρόνια, αλλά το τόπι το ξέρει όσο κανένας και την μπάλα τη μοιράζει με την ευχέρεια dealer στην Πάρνηθα. Απλά πράγματα και ξηγημένα. Από κει και έπειτα, ο Καϊμακόγλου είναι η πραγματική κολώνα της ομάδας, σίγουρα ο πολυτιμότερος και πλέον αναντικατάστατος παίκτης των πρασίνων φέτος και έδωσε και πάλι υπερπολύτιμες λύσεις, μαζί με αυτό το θαύμα της φύσης που λέγεται Ρομέιν Σάτο και τον παραδοσιακά καλό Μπατίστ.
Ο Ολυμπιακός, από την άλλη, με έναν εκπληκτικό Πρίντεζη που έχει καλωσορίσει την ευλογία του να έχει συμπαίκτη το Σπανούλη και να εκμεταλλεύεται τα κενά που αφήνουν όλες οι αντίπαλες άμυνες προσαρμοζόμενες στο διεθνή γκαρντ, έδειξε πως θα καθάριζε το ματς στο δεύτερο ημίχρονο. Το έχασε, όταν επέτρεψε στον Παναθηναϊκό να πιστέψει και πάλι ότι μπορεί να επιστρέψει, όταν «μάσησε» στην απέλπιδα προσπάθεια των πράσινων, με την ανοχή και της διαιτησίας που αρμόζει σε έναν πρωταθλητή Ευρώπης, και κλότσησε 4-5 συνεχόμενες επιθέσεις κάτω από την ασφυκτική πίεση, στα όρια του φάουλ, των παικτών του Ομπράντοβιτς. Το να μη σκοράρεις, εντάξει, συμβαίνει. Νεκρά διαστήματα έχουν όλες οι ομάδες του κόσμου. Το ανεπίτρεπτο, όμως, όταν θέλεις να λογίζεσαι μεγάλη ομάδα, είναι να χάνεις σε αυτό το διάστημα διαφορά 13 πόντων χωρίς να κάνεις το παραμικρό για να κρατηθείς στο ματς. Το ότι δε βάζεις μπροστά, δε σημαίνει ότι δικαιολογεί και το να δέχεσαι συνεχώς πίσω. Οι ερυθρόλευκοι εκνευρίστηκαν, απογοητεύτηκαν, αποσυντονίστηκαν και άνοιξαν την άμυνά τους σε όλο τον κόσμο, λες και το έκαναν επίτηδες, λες και κρατούσαν μούτρα στους διαιτητές, στο παρκέ, στα καλάθια και δεν ήθελαν να παίξουν. Πιστεύει κανείς ότι μια πραγματικά μεγάλη ομάδα θα αντιδρούσε ποτέ έτσι; Ότι η ΤΣΣΚΑ για παράδειγμα, με προβάδισμα 13 πόντων, τον Παναθηναϊκό απελπισμένο και αγχωμένο και το ρολόι να κυλάει, θα έχανε ποτέ αυτό το ματς έστω και αν έμενε άποντη για 4 λεπτά; Δύσκολα.
Στο δια ταύτα, η φετινή σεζόν είναι εκείνη που φέρνει τους δύο αιώνιους να κοιτάζονται τόσο κοντά στα μάτια, περισσότερο από κάθε άλλη την τελευταία δεκαετία. Αυτό από μόνο του αρκεί για να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι θα ακολουθήσουν εξίσου αμφίρροπες και συναρπαστικές αναμετρήσεις μεταξύ των δύο στους τελικούς του πρωταθλήματος. Αυτό όμως δε φτάνει για να τροφοδοτήσει την ονειροπόληση κάποιων ότι εξακολουθούμε να είμαστε σε ποιοτικό επίπεδο εφάμιλλο των Ισπανών ή των Ρώσων. Μην κοροϊδευόμαστε. Καλές και οι low budget παραγωγές, καλοί και οι ερασιτέχνες πειραματικοί εραστές του θεάτρου, έχουν να δώσουν και βγάζουν και διαμαντάκια, αλλά άμα δεν ανεβάσεις στο σανίδι τον Ρέιφ Φάινς να σου παίξει Πρόσπερο στο Λονδίνο, τζάμπα πάει ο Σαίξπηρ. Και ο Ρέιφ έχει υψηλό κασέ.